Σχέδιο για τον Νέο Αμερικανικό Αιώνα – Η «Βίβλος» του ολοκληρωτισμού πιο επίκαιρη από ποτέ
Το Σχέδιο για τον Νέο Αμερικανικό Αιώνα (Project for the New American Century – PNAC) αποτελεί think-tank το οποίο ιδρύθηκε στην Ουάσινγκτον το 1997. Βασικός σκοπός της δημιουργίας του ήταν η εγκαθίδρυση μιας Pax Americana, μίας παγκόσμιας αμερικανικής αυτοκρατορίας και η προώθηση πολιτικών από την Ουάσινγκτον προκειμένου αυτή να αποκτήσει τον παγκόσμιο έλεγχο σε οικονομικό και στρατιωτικό επίπεδο.
Δεκαπέντε χρόνια μετά τη δημιουργία του και έξι μετά τη θεωρητική διάλυσή του, το PNAC εξακολουθεί να φαντάζει πιο επίκαιρο από ποτέ.
Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, κάποιοι από τους ιδρυτές και μέλη της PNAC, όπως o Ντικ Τσέινι, ο Ντόναλντ Ράμσφελντ, ο Ρίτσαρντ Περλ και ο θεωρούμενος ως πνευματικός πατέρας της, Πολ Γούλφοβιτς, κατέχοντας ήδη θέσεις-κλειδιά μετά την παράνομη εκλογική νίκη του Τζορτζ Μπους Τζ. το 2000, απέκτησαν κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση της αμερικανικής εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής.
Οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου αποτέλεσαν την αιτία και την αφορμή που χρειαζόταν, ακριβώς τη στιγμή που χρειαζόταν για τα νεοφιλελεύθερα «γεράκια», όπως έγιναν γνωστά παγκοσμίως [1]. Αυτό έγινε αιτία για τη μεγαλύτερη δημόσια συζήτηση στη χώρα την τελευταία δεκαετία, και που είχε να κάνει με το «παρασκήνιο» των επιθέσεων στις 11/9/2001 [2]. Στο ίδιο το Σχέδιο άλλωστε, ένα χρόνο πριν τις επιθέσεις γινόταν αποδεχτό ότι «ένα καταστροφικό συμβάν όπως ένα νέο Περλ Χάρμπορ» θα διευκόλυνε την υλοποίησή του [3].
Το Project for the New American Century μετετράπη σε κατευθυντήρια γραμμή της κυβέρνησης Μπους και σύντομα έγινε γνωστό σε όλο τον κόσμο. Η «Νέα Τάξη Πραγμάτων» (“The New World Order”) που είχε οραματιστεί ο πατέρας Μπους ως πρόεδρος από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, ερχόταν να γίνει πραγματικότητα με τα οράματα του PNAC, του Σχεδίου που θα εξασφάλιζε την παγκόσμια ηγεμονία της Ουάσινγκτον στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο, από τον οποίο είχε βγει νικήτρια αλλά και παρηκμασμένη.
Οι βασικοί πυρήνες του PNAC
Το βασικό προσχέδιο για τον Νέο Αμερικανικό Αιώνα είχε ήδη γραφεί από το 1997. Οι τέσσερις βασικοί άξονες («πυρήνες» όπως ονομάστηκαν) του PNAC, δημοσιεύτηκαν στη Λευκή Βίβλο του 2000 με τον τίτλο «Αποκατάσταση της Αμερικανικής Άμυνας: Στρατηγική, Δυνάμεις και Πόροι για το Νέο Αιώνα» και ήταν:
1. η υπεράσπιση της χώρας,
2. η καταπολέμηση πολλαπλών και ταυτόχρονων θεάτρων πολέμου,
3. οι υπηρεσίες χωροφύλακα (“constabulary duties”) σε ζωτικές ανά τον κόσμο περιοχές, και
4. ο εκσυγχρονισμός των ενόπλων δυνάμεων της χώρας προκειμένου αυτές να εκμεταλλευτούν την «επανάσταση στα στρατιωτικά δεδομένα».
Κάποιες από τις κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες θεωρούνταν ενδεδειγμένες, σύμφωνα με το PNAC, για την υλοποίηση αυτών των αξόνων ήταν:
1. η τοποθέτηση/σταθεροποίηση/ενδυνάμωση μόνιμων αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων σε περιοχές στη Νότια Ευρώπη, τη Νοτιοανατολική Ασία και τη Μέση Ανατολή,
2. ο εκσυγχρονισμός των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της ενίσχυσης της αεροπορίας της, των υποβρυχίων και των δυνατοτήτων του στόλου επιφανείας,
3. η διατήρηση της πυρηνικής ανωτερότητας, με τη διατήρηση δυνατότητας προληπτικής πυρηνικής δράσης,
4. η δημιουργία και ανάπτυξη ενός παγκόσμιου συστήματος πυραυλικής άμυνας, και στρατηγική κυριαρχία στο διάστημα,
5. ο έλεγχος του κυβερνοχώρου,
6. η αύξηση του στρατιωτικού προσωπικού κατά 200 χιλ. άτομα και των αμυντικών δαπανών τουλάχιστον στο 3,8% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, έναντι του τότε δαπανόμενου 3%.
Η δυνατότητα «καταπολέμησης πολλαπλών και ταυτόχρονων θεάτρων πολέμου» δεν πρέπει απαραίτητα να συγχέεται με τη διεξαγωγή ταυτόχρονων πολέμων σε διαφορετικά μέτωπα, μια θεωρούμενη από τους εμπνευστές του PNAC ως παλιομοδίτικη ιδέα, αλλά σχετιζόταν περισσότερο με την καταπολέμηση πιθανών «θεάτρων» που ήταν εν δυνάμει επικίνδυνα, εξού και οι περίφημοι «προληπτικοί» πόλεμοι σε Ιράκ και Αφγανιστάν στους οποίους η επέμβαση της Ουάσινγκτον κατέλυσε κάθε έννοια διεθνούς δικαίου.
Σύμφωνα με το Δόγμα Ασφαλείας του 2002 οι ΗΠΑ εξασφάλιζαν για τον εαυτό τους το δικαίωμα να προβαίνουν σε προληπτικούς πολέμους προς οποιονδήποτε που (οι ίδιες θα έκριναν ότι) απειλούσε με οποιονδήποτε τρόπο την ασφάλειά τους. Επιπλέον, όπως αποδείχτηκε με το πέρασμα του χρόνου, τα «θέατρα» απειλής της εξουσίας θα μπορούσαν να προέρχονται και εκ των έσω…
Ενδεικτική της οπτικής των εμπνευστών του Σχεδίου ήταν η περιγραφή της σχέσης της χώρας με την Ευρώπη, την οποία θεωρούσαν παρηκμασμένη, γηρασμένη και πιθανό μελλοντικό εχθρό. Σύμφωνα με το Σχέδιο μάλιστα, η αποστροφή των περισσότερων Ευρωπαίων στην επιθετικότητα των Η.Π.Α. σε διάφορα σημεία του πλανήτη, δεν προέκυπτε από τη φιλειρηνικότητα, αλλά από την αδυναμία της Ευρώπης να αντιπαραταχτεί στρατιωτικά στις Η.Π.Α.
Ένας εκ των βασικότερων στόχων του New American Century, που ήταν η εγκατάσταση μόνιμων βάσεων σε ζωτικά για τα μεγάλα κορπορατικά συμφέροντα σημεία του πλανήτη φαίνεται σήμερα, 14 χρόνια μετά αποτυχημένος, τουλάχιστον με βάση τα μεγαλεπήβολα σχέδια που το PNAC προέβλεπε.
Το σχέδιο να μετατραπεί το Ιράκ μετά την επίθεση του 2003 σε μία τεράστια αμερικανική βάση-χωροφύλακα για τη Μέση Ανατολή απέτυχε, όπως απέτυχε και η αμερικανική επέμβαση συνολικά στη χώρα. Όπως και στο Αφγανιστάν, οι Αμερικάνοι προσπάθησαν, με τίμημα εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς, να δημιουργήσουν ακραίες νεοφιλελεύθερες οικονομίες, αποσαρθρώνοντας πλήρως τον παραγωγικό ιστό των δύο χωρών και ωθώντας χιλιάδες ντόπιους σε ακραίες ισλαμιστικές και άλλες οργανώσεις (τη στιγμή που πάρα πολλοί εξ αυτών, τους είχαν όντως υποδεχτεί αρχικά ως “απελευθερωτές”).
Επιπλέον, στο μέτωπο των πετρελαίων της Κεντρικής Ασίας και της Κασπίας Θάλασσας, ο αμερικανικός «περίπατος» που με τόσο σθένος προβάλλονταν από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 δεν ήρθε ποτέ. Η επανάκαμψη της ολιγαρχικής Ρωσίας και η ανάδυση της Κίνας [5], αν και προβλεπόμενη, πιθανώς όμως όχι στον βαθμό που λαμβάνει χώρα, πρόλαβε κατά πολύ τις προβλέψεις των διαμορφωτών του Σχεδίου.
Ένας άλλος διακυρηγμένος στόχος, αυτός της ανάπτυξης ενός παγκόσμιου πυραυλικού συστήματος πυραυλικής αμυνας, αποτελεί εδώ και χρόνια το μείζον ζήτημα στις σχέσεις ΝΑΤΟ-Ρωσίας.
Ιδιωτικός στρατός – Ιδιωτικός πόλεμος
Το PNAC όμως δεν αποσάρθρωσε μόνο τις οικονομίες και τις τύχες εκατομμυρίων ανθρώπων σε Ιράκ και Αφγανιστάν, αλλά και τις ίδιες τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις. Στα πλαίσια σύμπλευσης κρατικού και ιδιωτικού τομέα (μέσα στα οποία ο ηγούμενος ιδιωτικός υποβοηθείται από τον κρατικό) ο Ντόναλντ Ράμσφελντ κατάφερε εν πολλοίς να επιφέρει τεράστιο πλήγμα στον αμερικανικό στρατό, μέσω της διείσδυσης ιδιωτικών συμφερόντων στις επιχειρήσεις του Πενταγώνου. Ήταν ο “εκσυγχρονισμός” των ενόπλων δυνάμεων. Οι επεμβάσεις της τελευταίας δεκαετίας ανέδειξαν το νέο είδος πολέμων, αυτό στο οποίο οι επιχειρήσεις ήταν, όχι μόνο η αιτία για την οποία θα ξεκίναγε κάποιος πόλεμος αλλά και αυτές οι οποίες τον διεξήγαγαν. Μέχρι τότε, οι εταιρίες απλώς ακολουθούσαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις δρώντας ανάλογα με το αποτέλεσμα.
Ο «εκσυγχρονισμός» των ενόπλων δυνάμεων και του νέου τρόπου διεξαγωγής πολέμων δεν είχε άλλους κερδισμένους παρά αρκετές εταιρίες οι περισσότερες εκ των οποίων είχαν στενή, άμεση ή έμμεση σχέση, με αρκετά κυβερνητικά στελέχη και οι οποίες υπέγραψαν τεράστια συμβόλαια που αφορούσαν, είτε τομείς της λειτουργίας των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων, είτε συμβάσεις έργων και εκμετάλλευσης τομέων των οικονομιών που ο αμερικανικός στρατός θα «αναδιοργάνωνε».
Ο βασικός μη διακηρυγμένος σκοπός του PNAC
Παρόλα αυτά, ο βασικός σκοπός του Σχεδίου, που είναι η απόλυτη οικονομική υποδούλωση των δήθεν «θεάτρων πολέμου» που αποτελούν «κίνδυνο για την αμερικανική ασφάλεια» δεν περιγράφεται ως τέτοιος (ως «Σκοπός» δηλαδή) στη Λευκή Βίβλο. Η φιλελευθεροποίηση της οικονομίας, δεδομένο που θεωρούταν αυτονόητο για τους φριντμανιστές της PNAC, αποσιωπήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό από τους αναλυτές και τον Τύπο, και η συντριπτική πλειοψηφία των αναλύσεων εστίαζε μόνο στο γεωστρατηγικό-διπλωματικό επίπεδο, χωρίς να αναφέρει τις οικονομικές επιπτώσεις της πιθανής επίτευξης των στόχων του Σχεδίου.
Οι εμπνευστές του Σχεδίου, με όχημα την ασταμάτητη διαστρέβλωση και προπαγάνδα [6] των μεγάλων μιντιακών κύκλων (που φυσικά κατέχονται από τα εταιρικά συμφέροντα) και μοχλούς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Παγκόσμια Τράπεζα, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και άλλους διεθνείς οργανισμούς (την αξία και το κύρος των οποίων θυμούνται και εγκαλούν μόνο όταν ευννοούνται τα συμφέροντά τους) προσπαθούν να επιβάλλουν το νεοφιλελεύθερο δόγμα στις οικονομίες των χωρών που επεμβαίνουν στρατιωτικά ή οικονομικά.
Το Δόγμα της Σχολής του Σικάγο, το οποίο από όπου πέρασε άφησε κυριολεκτικά συντρίμμια και καταρρεύσεις των οποίων οι επιπτώσεις διαρκούν δεκαετίες, ώθησε σε μία άνευ προηγουμένου επίθεση στα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα τεράστιων πληθυσμιακών ομάδων, προς όφελος ελάχιστων ανθρώπων και εταιριών. Η συνταγή «λιγότερο κράτος-μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα» χωρίς να έχει πετύχει πουθενά, συνεχίζει σαν καραμέλα να πιπιλίζεται από τους υποστηρικτές της, άνευ επιχειρημάτων. Τα οποία, ο νεοφιλελευθερισμός άλλωστε έχει δείξει ότι δεν χρειάζεται.
Τo PNAC ακολουθεί με θρησκευτικό φανατισμό το φριντμανιστικό παράδεισο, στον οποίο το κράτος έχει την ελάχιστη ή και καθόλου παρουσία.
Η προσπάθεια της σύμπλευσης πολιτικών-εταιριών ήταν η εγκαθίδρυση ενός τέτοιου «παραδείσου» στο Ιράκ. Την κατοχή ακολούθησε ένας άνευ προηγουμένου αγώνας ταχύτητας ιδιωτικοποίησης όλης της χώρας και παράδοσης του ιρακινού πλούτου και των ιρακινών υπηρεσιών σε αμερικανικές ιδιωτικές εταιρίες, με αποτελέσματα συνταρακτικά για τη συντριπτική πλειοψηφία των Ιρακινών. Η λογική αυτή μεταφέρθηκε σε πολλές περιπτώσεις και εντός των Η.Π.Α., στη λογική ότι «μία καταστροφή» αποτελεί το καλύτερο εφαλτήριο για μία νεοφιλελεύθερη επίθεση [7].
Εθνική ασφάλεια – Ο μύθος της δεκαετίας
Οι συνέπειες υλοποίησης κάποιων από τις στρατηγικές της έκθεσης σε εσωτερικό επίπεδο στις ΗΠΑ, είναι αυτή τη στιγμή στο απόγειο των επιπτώσεών τους. Η αγιοποίηση της εθνικής ασφάλειας, στηριζόμενη στη μέχρι πρότινος αδιανόητη επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου και βασισμένη ξεκάθαρα στη λογική αφάνταστων κορπορατικών κερδών, επέφερε μια λαίλαπα νόμων παρακολούθησης, ελέγχου και καταστολής [8].
Η εθνική ασφάλεια αναγορεύθηκε σε μείζον ζήτημα προκειμένου να δικαιολογηθεί η ολοένα και αυξανόμενη καταστολή και ασυδοσία των δυνάμεων ασφαλείας στο εσωτερικό της χώρας. Η λογική της εθνικής ασφάλειας γρήγορα έφτασε και στην Ευρώπη καθώς και στα κράτη της Λατινικής Αμερικής τα οποία εξακολουθούσαν την τελευταία δεκαετία να έχουν καλές σχέσεις με την Ουάσινγκτον (π.χ. Κολομβία, Περού). Κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτών των πολιτικών ασφαλείας ήταν ότι υλοποιήθηκαν με χρήματα των φορολογούμενων αλλά υλοποιήθηκαν (ιδιαίτερα στις Η.Π.Α.) από ιδιωτικές εταιρίες.
Την ίδια στιγμή η φριντμανική λογική [9] των ιδιωτικοποιήσεων δημόσιων φορέων, της διάλυσης των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, της σύμπτυξης του εργασιακού κόστους και της περικοπής των δημοσίων δαπανών/διάλυσης του κράτους πρόνοιας, έχει καταστήσει τις ΗΠΑ ως τη χώρα με τις μεγαλύτερες ανισότητες στον ανεπτυγμένο δυτικό κόσμο εδώ και δεκαετίες. Παρόμοιο χάσμα στις εισοδηματικές ανισότητες αρχίζει να παρατηρείται και σε δυτικοευρωπαϊκές μέχρι πρότινος θεωρούμενες ως πολύ πλούσιες χώρες (π.χ. Βρετανία, Γερμανία, κ.α.) οι οποίες ακολουθούν κατά πόδας.
Πτώση του PNAC
Από το 2005 και με την κατοχή του Ιράκ να μετατρέπεται σε ένα πρωτοφανές φιάσκο, τόσο για το αξιόμαχο των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων (ιδιωτικών και δημοσίων), όσο κυρίως και για το «γλέντι» που στήθηκε από πολυεθνικές και άλλες εταιρίες εις βάρος των Ιρακινών αλλά και των ίδιων των Αμερικανών φορολογούμενων, το PNAC, έχοντας πετύχει τη σύναψη εκπληκτικά ευνοϊκών συμβάσεων δισεκατομμυρίων σε διάφορες εταιρίες, άρχισε να φθίνει, για να δώσει σταδιακά τη θέση του στην ομάδα “Foreign Policy Initiative”.
Ρόλο σε αυτή τη φθίνουσα πορεία έπαιξε και η -ακόμα και για τα πολιτικοοικονομικά δεδομένα των ΗΠΑ- εξόφθαλμη σύγκρουση συμφερόντων που ανέκυπτε από κυβερνητικά στελέχη που δούλευαν (η προλείαιναν το έδαφος για να δουλέψουν) για μεγάλους εταίρους του ιδιωτικού τομέα.
Επιπλέον, η οικονομική κρίση του 2007-08 που εξαπλώθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο, φαίνεται -προς το παρόν τουλάχιστον- να εξυπηρετεί καλύτερα τα νεοφιλελεύθερα σχέδια, από αντίστοιχα φαραωνικά γεωστρατηγικά σχέδια όπως το PNAC.
Δεκαπέντε χρόνια μετά
To PNAC, δεκαπέντε χρόνια μετά τη δημιουργία του και δώδεκα μετά τη δημοσίευση της περίφημης Λευκής Βίβλου όμως, παραμένει επίκαιρο περισσότερο από ποτέ:
1) η κυβέρνηση Ομπάμα, παρά τη διαφορετική ρητορική της, στήριξε επί της ουσίας πολλούς άξονες της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής της, στη λογική και τους σκοπούς του New American Century,
2) η ανάνηψη της βαθιάς υπερσυντηρητικής Αμερικής μέσω κυρίως του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, του Tea Party και δεκάδων άλλων ιδρυμάτων και φορέων, το ξαναφέρνουν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και προκαλούν συνειρμούς ενόψει των -διαγωνιζόμενων σε αντιδραστικότητα και συντηρητισμό- Ρεπουμπλικάνων υποψηφίων για τις Προεδρικές Εκλογές του 2012,
3) το άνοιγμα νέων μετώπων μετά τις αραβικές εξεγέρσεις του 2011, καθώς και η τεράστια οικονομική κρίση στην Ευρωπαϊκή Ένωση με το (θεωρούμενο ως «χέρι» της Ουάσινγκτον) Δ.Ν.Τ. να αναλαμβάνει πρωτεύοντα ρόλο στις ευρωπαϊκές εξελίξεις, ανοίγουν νέους ορίζοντες επαναπροσδιορισμού και ανακατευθύνσεων των αμερικανικών στόχων και σκοπών την ίδια στιγμή όμως που η ίδια η χώρα μαστίζεται από μία μεγάλη οικονομική κρίση και εκτινασσόμενα επίπεδα φτώχειας, ως απόρροια των νεοφιλελεύθερων συνταγών.
Αναφορές-Σημειώσεις:
[1] Η συντριπτική πλειοψηφία των μελών και υποστηρικτών της PNAC είχε μεγάλο παρελθόν σε διάφορες θέσεις εταιριών, τις οποίες σε αρκετές περιπτώσεις συνέχισαν να υπηρετούν ακόμα και όταν βρέθηκαν σε κυβερνητικά πόστα, με προεξέχων παράδειγμα τον Ντόναλντ Ράμσφελντ.
[2] Ενδεικτικά βλ. Θανάσης Τσίτσας, “Οι εναλλακτικές θεωρίες για το τι συνέβη”, Ελευθεροτυπία, 9 Σεπτεμβρίου 2006
[3] Στις 7 Δεκεμβρίου 1941 εξαπολύθηκε ιαπωνική αεροπορική επίθεση στον αμερικανικό στόλο που βρισκόταν στο Περλ Χάρμπορ της Χαβάης, με μεγάλες απώλειες για τις Η.Π.Α. Μετά την επίθεση οι Η.Π.Α. κήρυξαν τον πόλεμο στην Ιαπωνία. Θεωρούταν έως και την 9/11 η μεγαλύτερη επίθεση που είχαν δεχτεί οι Η.Π.Α. στο έδαφός τους τον 20ο αιώνα.
[4] William Rivers Pitt, “The Project for The New American Century”, Informationclearinghouse http://www.informationclearinghouse.info/article1665.htm
[5] Αμφότερες οι δύο χώρες πέρασαν, με αρκετά διαφορετικό τρόπο αλλά με αμερικανική εποπτεία, το νεοφιλελεύθερο σοκ και τη μετάβαση από το σοσιαλιστικό στο ακραίο νεοφιλελεύθερο οικονομικό καθεστώς.
[6] Ένα μόνο παράδειγμα αυτής της συστράτευσης ήταν η πλήρης -και σε πολλές περιπτώσεις σχεδόν αγωνιώδης- δικαιολόγηση της παράνομης αμερικανικής επέμβασης στο Ιράκ από το σύνολο των μεγάλων μιντιακών συγκροτημάτων σε Η.Π.Α. και Ευρώπη. Το παράνομο της εισβολής θα “αναδεικνύονταν” –σε κάποιες περιπτώσεις από τα ίδια Μ.Μ.Ε.- αρκετά χρόνια αργότερα.
[7] Βλ. Ναόμι Κλάιν «Το Δόγμα του Σοκ – Η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής», εκδ. Α.Α. Λιβάνη, 2007
[8] Η εσωτερική ασφάλεια και ο εχθρός εκ των έσω γνωρίζει μέρες δόξας και σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες όπου επίσης υπήρξαν ευρείας κλίμακας πρωτοφανείς δολοφονικές επιθέσεις την προηγούμενη δεκαετία (π.χ. Λονδίνο,Μαδρίτη).
[9] Βλ. “H συσπείρωση των ελίτ και ο εκβιασμός”, Σόλων, 7 Νοεμβρίου 2011
Φωτό:wikipedia
Άρης Καπαράκης
Συνεργάτης της Μ.Κ.Ο. Σόλων
aris@solon.org.gr