Δημήτρης Λιάκος – Θεόδωρος Δημόπουλος: Η «εκδίκηση» του Κέυνς

Τα προσφάτως εξαγγελθέντα μέτρα τα οποία, σύμφωνα με το κυβερνητικό αφήγημα αποσκοπούν στη βελτίωση της κοινωνικής συνοχής, αφενός συνιστούν αποτέλεσμα της αναγκαίας και πειθαρχημένης δημοσιονομικής διαχείρισης και αφετέρου τωρινή επιταγή, όπως αυτή αντανακλάται σε σειρά εκθέσεων. Ενδεικτικά, στην πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η οποία δημοσιεύθηκε στις 7 Απριλίου 2025 σημειώνεται ανάμεσα σε άλλα ότι, ο δημοσιονομικός χώρος που δημιουργήθηκε, οφείλει να υποστηρίξει επαρκώς τις δημόσιες επενδύσεις, ακόμη και μετά τη λήξη του «Next Generation EU» (NGEU) και του κυριότερου εργαλείου του, αυτού του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF). Ταυτόχρονα, υπογραμμίζεται ότι, «οι Αρχές οφείλουν να επιδείξουν μέριμνα στην υποστήριξη κρίσιμων κοινωνικών δαπανών ώστε να διαμορφώσουν προϋποθέσεις περισσότερο συμπεριληπτικής ανάπτυξης».
Προηγουμένως (17.12.2024) τον κώδωνα του κινδύνου είχε κρούσει έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην οποία μεταξύ άλλων πραγματοποιείτο μνεία για σημαντικές προκλήσεις στον τομέα της κοινωνικής προστασίας και της κοινωνικής συμπερίληψης, με τους περισσοτέρους δείκτες να υποδεικνύουν ότι η κατάσταση είναι κρίσιμη. Ειδικότερα, δύο εκ των αναφερομένων δεικτών ήταν το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκονταν σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού (26,1% το 2023) και το ποσοστό των νοικοκυριών που επιβαρύνονται περισσότερο από το κόστος που αφορά τη στέγαση το οποίο αυξήθηκε στο 28,5% το 2023, το οποίο, όπως αναφέρεται ήταν το υψηλότερο ανάμεσα στις χώρες της Ε.Ε., την ίδια στιγμή που ο αντίστοιχος μέσος όρος υπολογίστηκε στο 8,8%.
Επιπροσθέτως, πρόσφατα στοιχεία που εξέδωσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (16.04.2025) – πριν την ανακοίνωση (22.04.2025) των δημοσιονομικών στοιχείων της περιόδου 2021-2024 – υπογραμμίζουν ότι, το ποσοστό των ευρισκομένων σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού το 2024 αυξήθηκε σε 26,9% (2.740.051 άτομα), με το αντίστοιχο των ευρισκομένων σε κίνδυνο φτώχειας να υπολογίζεται σε 19,6% το 2024 από 18,9% το 2023 και 17,9% το 2019, ενώ αυτό που αφορά εκείνους που ευρίσκονται στο φάσμα της υλικής και κοινωνικής στέρησης, αυξήθηκε σε 14,0% το 2024 από 13,5% το 2023). Σε συνδυασμό με τα ανωτέρω, ενδεικτικώς τιθέμενα υπ’ όψιν, δεδομένα τα οποία αντανακλούν τις δυσκολίες που παρουσιάζει το 42,8% του συνόλου του πληθυσμού στην πληρωμή ενοικίου, δόσης δανείου, πάγιων λογαριασμών και καταναλωτικών δανείων (ποσοστό το οποίο αυξάνεται στο 77,8% σε ότι αφορά τον φτωχό πληθυσμό) και την οικονομική αδυναμία για αντιμετώπιση έκτακτων, πλην όμως αναγκαίων δαπανών που παρουσιάζει το 43,9% του συνόλου του πληθυσμού (με το αντίστοιχο ποσοστό να αυξάνεται στο 81,9% για τον φτωχό πληθυσμό) , καθιστούν την ανάληψη των εξαγγελθεισών πρωτοβουλιών εύλογη και επιβεβλημένη.
Εντούτοις, λαμβάνοντας υπόψη την υπό διαμόρφωση κοινωνική πραγματικότητα, η όποια δημοσιονομική προσήλωση, οφείλει να συνοδευτεί από ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Ένα κοινωνικό συμβόλαιο που θα θέτει ως προτεραιότητα τη συνοχή της κοινωνίας και τη συμπερίληψη όλων σε ένα σχήμα που θα υπηρετεί την διαπιστωμένη αναγκαιότητα της εθνικής ανασύνταξης. Ένα σχέδιο που πέραν των απαραίτητων στόχων, της αλλαγής του παραγωγικού προτύπου και της ευημερίας, θα απαντά στο πρόβλημα διεύρυνσης των ανισοτήτων, που αναδεικνύεται μέσω των ερευνητικών ευρημάτων. Χαρακτηριστικά, σε πρόσφατο άρθρο αναφέρεται ανάμεσα σε άλλα ότι: «η εισοδηματική ανισότητα μεταξύ των δύο ακραίων πεμπτημορίων του πληθυσμού στην Ελλάδα είναι διαχρονικά σημαντικά υψηλότερη από ό,τι συμβαίνει στην υπόλοιπη Ε.Ε. και η πορεία σύγκλισης που είχαμε έως το 2018, ανετράπη στη συνέχεια.», ενώ παρακάτω τονίζεται ότι: «υπήρχε μια γενική τάση μείωσης των ανισοτήτων έως το 2018, αλλά εφεξής παρατηρείται μια ήπια αντίστροφη πορεία.» Άλλως, ελλοχεύει ο κίνδυνος να παραμείνουμε επί μακρόν ενδεείς, πλην όμως – δημοσιονομικά – έντιμοι.
Τα ανωτέρω επ’ ουδενί συνιστούν πεδίο ενθάρρυνσης διατύπωσης δημοσιονομικά ανεπίγνωστων και δημαγωγικών ρητορικών σχημάτων, αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων επί σκοπώ επικράτησης στο δημόσιο διάλογο. Ιδίως δε, όταν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, και στο πλαίσιο διαφορετικών κυβερνήσεων, η χώρα διάγει περίοδο παραγωγής πρωτογενών πλεονασμάτων. Ωστόσο, δύναται να αποτελέσουν έδαφος για να αναδειχθεί – και – η επιμέρους ιδεολογική μετατόπιση από την επικρατούσα επί τέσσερεις δεκαετίες νεοφιλελεύθερη – συντηρητική προσέγγιση στην υιοθέτηση Κεϋνσιανών πολιτικών. Άλλωστε, ήταν μόλις λίγα χρόνια πριν, όταν υψηλόβαθμος κυβερνητικός αξιωματούχος έκανε λόγο για δογματισμούς που κατέρρευσαν, ιδεολογικές εμμονές που κατακρημνίστηκαν και για Κεϋνσιανές πολιτικές που πήραν μία ιδιότυπη εκδίκηση. Διαπίστωση που ανέδειξε αφενός τη σύγκρουση των παρελθουσών δηλώσεων περί άσκησης «μικροπολιτικής επιδομάτων» στον καθρέφτη της πραγματικότητας και αφετέρου το επίκαιρον των μακροοικονομικών παραδοχών οι οποίες συνδέθηκαν με την επιμονή στην κοινωνική ανάπτυξη.
Δημήτρης Λιάκος, πρώην Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ, Οικονομολόγος
Θεόδωρος Δημόπουλος, πρώην Πρόεδρος του Κ.Κ.Π. Περ. Στερεάς Ελλάδος, Υπ. Διδάκτωρ