Ατμοσφαιρική ρύπανση, υψηλές θερμοκρασίες και μεταβολικοί παράγοντες οδηγούν σε παγκόσμια αύξηση στα εγκεφαλικά
Σημαντική αύξηση του αριθμού των ατόμων που υπέστησαν νέο εγκεφαλικό, είχαν προβλήματα υγείας ή πέθαναν από εγκεφαλικό, κατά την τελευταία 30ετία εντοπίζεται σε έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «The Lancet Neurology».
Συγκεκριμένα, ο αριθμός των ατόμων που υπέστησαν νέο εγκεφαλικό αυξήθηκε από το 1990 έως το 2021 σε 11,9 εκατομμύρια παγκοσμίως (αύξηση κατά 70% από το 1990) και οι επιζήσαντες εγκεφαλικού αυξήθηκαν σε 93,8 εκατομμύρια (αύξηση 86%). Οι θάνατοι που σχετίζονται με εγκεφαλικό αυξήθηκαν σε 7,3 εκατομμύρια (αύξηση κατά 44%) καθιστώντας την πάθηση στην τρίτη κύρια αιτία θανάτου παγκοσμίως (μετά την ισχαιμική καρδιοπάθεια και τον Covid-19). Περισσότερα από τα τρία τέταρτα των ατόμων που πάσχουν από εγκεφαλικά ζουν σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος.
Οι συγγραφείς σημειώνουν ότι τα εγκεφαλικά αυξάνονται σε μεγάλο βαθμό λόγω της αύξησης του πληθυσμού και της αύξησης της γήρανσης του πληθυσμού παγκοσμίως, αλλά και λόγω της αυξανόμενης επίδρασης των περιβαλλοντικών, μεταβολικών και συμπεριφορικών παραγόντων κινδύνου.
Όπως διαπιστώνεται στην έρευνα, η συμβολή των υψηλών θερμοκρασιών στην κακή υγεία και στον πρόωρο θάνατο λόγω εγκεφαλικού έχει αυξηθεί κατά 72% από το 1990 και το στοιχείο αυτό υπογραμμίζει τις περιβαλλοντικές παραγόντων στην αυξανόμενη εμφάνιση των εγκεφαλικών. Επίσης, αποκαλύπτεται η υψηλή συμβολή της ατμοσφαιρικής ρύπανσης -στο ίδιο επίπεδο με το κάπνισμα- στην υπερχνοειδή αιμορραγία.
Σημαντική αύξηση σημειώνει η παγκόσμια επιβάρυνση από εγκεφαλικά που σχετίζεται, επιπλέον, με υψηλό δείκτη μάζας σώματος (αύξηση κατά 88% από το 1990 έως το 2021), υψηλό σάκχαρο στο αίμα (αύξηση 32%), διατροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε ζαχαρούχα ποτά (23% ), χαμηλή σωματική δραστηριότητα (αύξηση 11%), υψηλή συστολική αρτηριακή πίεση (αύξηση 7%), και διατροφή χαμηλή σε ωμέγα-6 πολυακόρεστα λιπαρά (αύξηση 5%).
Οι συγγραφές σημειώνουν ότι πρέπει να επιτευχθούν αποτελεσματικά μέτρα παγκοσμίως για τη βελτίωση της επιτήρησης των περιστατικών, της πρόληψης, της περίθαλψης των ασθενών και της αποκατάστασής τους.
ΑΠΕ-ΜΠΕ