Αναστολή εκτέλεσης ποινής μέχρι την εκδίκαση μιας υπόθεσης από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. «Νομικό ή ηθικό το δίλημμα;»
Όλες αυτές τις ημέρες, διαβάζουμε πολλά, κρίνουμε πολλά, κατακρίνουμε ακόμη περισσότερα. Ο «δαίμων του διαδικτύου» «χτυπά» και «ξαναχτυπά» μέσα από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, στα οποία η συντριπτική μας πλειοψηφία συμμετέχει με τα δικά μας προφίλ.
Δημιουργούνται λαϊκά Δικαστήρια και η ψυχολογική υποστήριξη, ψυχανάλυση, από ανειδίκευτους ψυχολόγους όλων των ηλικιών καλά κρατεί.
Γνωστοί ή/και άγνωστοι οι πρωταγωνιστές, επώνυμοι ή/και ανώνυμοι οι παράγοντες των δικών. Όμως θα έπρεπε μέσα από «συγκεκριμένες» δίκες, να φανεί (ενδεχομένως;) το «κενό» της αναστολής εκτέλεσης της ποινής για ορισμένα αδικήματα μέχρι και την εκδίκασή τους από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, όταν η έφεση δεν έχει ανασταλτική δύναμη.
Η παραπληροφόρηση «έδωσε και πήρε» όλο αυτό το χρονικό διάστημα. Ήταν «έργο» των Νόμων του 2019 (;), ήταν έργο προγενέστερο του 2019 (;), ή μεταγενέστερο του 2019 (;) και επομένως θα πρέπει να δούμε ποιος θα «χρεωθεί πολιτικά» μία (ενδεχομένως;) «νομική και κοινωνική αστοχία» του κοινού νομοθέτη;
Ας τα βάλουμε τα πράγματα στη σωστή τους σειρά.
Εκ του Συντάγματος η δικαιοσύνη απονέμεται από τα τακτικά (και όχι μόνο) Δικαστήρια, τα οποία συγκροτούνται από τακτικούς Δικαστές, οι οποίοι απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας (άρθρα 26 παρ. 3 και 87 παρ. 1 του Συντάγματος).
Υπάγονται μόνο στο Σύνταγμα και στους Νόμους που είναι σύμφωνοι με αυτό (άρθρο 87 παρ. 2 και 93 παρ. 4 του Συντάγματος).
Για ορισμένα «εγκλήματα», όπως τα κακουργήματα και τα πολιτικά εγκλήματα το Σύνταγμα προβλέπει την εκδίκασή τους από τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια, τα οποία συγκροτούνται, τόσο από τακτικούς Δικαστές, όσο και ενόρκους, δηλαδή λαϊκούς «Δικαστές» (άρθρο 97 παρ. 1 του Συντάγματος) προκειμένου να εκφραστεί «και δια των τελευταίων» το «λαϊκό περί δικαίου αίσθημα», μέσα και από τη διαδικασία, που χωρίς καμία αμφισβήτηση, ορίζουν τα άρθρα 377 και επόμενα του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (για τους ενόρκους).
Επομένως η ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ανήκει στα τακτικά Δικαστήρια και ειδικότερα στα Τακτικά Ποινικά Δικαστήρια. Αυτό δεν θα πρέπει να αμφισβητηθεί από κανέναν μας.
Η αναστολή εκτέλεσης της ποινής που επιβλήθηκε πρωτόδικα σε κάποιον κατηγορούμενο, μέχρι και την εκδίκαση του ενδίκου μέσου της έφεσης, (όταν η τελευταία) δεν έχει ανασταλτική δύναμη, προβλέπεται και από τις διατάξεις του άρθρου 497 παρ. 7 και 8 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σύμφωνα με τις οποίες, «7. Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε με απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σε ποινή στερητική της ελευθερίας και άσκησε παραδεκτά έφεση, η οποία όμως δεν έχει ανασταλτική δύναμη, μπορεί να ζητηθεί με αίτηση του ίδιου ή του εισαγγελέα η αναστολή της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Η αίτηση, υποβαλλόμενη με συνημμένο αντίγραφο της πρωτοβάθμιας απόφασης ή απόσπασμά της συνοδευόμενο από το εισαγωγικό της κατηγορίας έγγραφο απευθύνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και αν πρόκειται για το μικτό ορκωτό εφετείο και αυτό δεν συνεδριάζει, στο πενταμελές εφετείο. Η ως άνω δυνατότητα υφίσταται και σε περίπτωση αναβολής της δίκης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, οπότε η σχετική αίτηση καταχωρίζεται στα πρακτικά. Αν η αίτηση απορριφθεί, νέα αίτηση δεν μπορεί να υποβληθεί πριν παρέλθουν δύο μήνες από τη δημοσίευση της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η προηγούμενη. Αν στον κατηγορούμενο επιβληθεί ο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση, εφαρμόζονται αντίστοιχα και «τα οριζόμενα στα άρθρα 284 και 285, με εξαίρεση την παρ. 1 του τελευταίου άρθρου. 8. Τότε μόνο δεν χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσμα κατά την παρ. 4 στην έφεση ή απορρίπτεται η αίτηση αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, όταν κρίνεται αιτιολογημένα ότι οι περιοριστικοί όροι δεν αρκούν και ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή και μόνιμη διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, εφόσον από τη συνδρομή των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες καταδίκες του για αξιόποινες πράξεις ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση χορηγεί ανασταλτικό αποτέλεσμα ή αναστολή εκτέλεσης, αν αιτιολογημένα κρίνει ότι η άμεση έκτιση ή συνέχιση έκτισης της ποινής θα έχει ως συνέπεια υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο ή για την οικογένεια του. Αν παραβιαστούν οι όροι που τέθηκαν το αρμόδιο δικαστήριο αποφαίνεται, ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα, για την άρση ή όχι της χορηγηθείσας αναστολής εκτέλεσης.».
Από τη διατύπωση των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ΣΑΦΕΣΤΑΤΑ το «διαχρονικό» νομοθετικό κενό. Ποιο είναι (κατά την άποψή μας);
Η μη ύπαρξη διάταξης με την οποία να μην χορηγείται ανασταλτική δύναμη στην εκτέλεση μίας ποινής πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μέχρι και την έκδοση αποφάσεως από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (εφόσον έχει ασκηθεί τυπικά και παραδεκτά η έφεση και η οποία όμως δεν έχει ανασταλτική δύναμη), για ορισμένα εγκλήματα-αδικήματα με ιδιαίτερη νομική, κοινωνική και ηθική απαξία.
Επομένως το αίτημα για την αναστολή εκτέλεσης της ποινής που επιβλήθηκε με απόφαση πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, εφόσον έχει ασκηθεί τυπικά και παραδεκτά το ένδικο μέσο της έφεσης και η οποία έφεση δεν έχει ανασταλτική δύναμη, ανήκει συνταγματικά στον καταδικασθέντα, ή στην καταδικασθείσα και εν συνεχεία η αποδοχή ή η απόρριψή του (πάντοτε αιτιολογημένα) ανήκει στην κυριαρχική κρίση της Δικαιοσύνης, με βάση τα κριτήρια που αναφέρονται και ανωτέρω (και φυσικά το φάκελο δικογραφίας).
Κατά την άποψή μας, θα έπρεπε από ΧΘΕΣ και όχι από ΑΥΡΙΟ, έστω και με τροπολογία να προστεθεί ειδική διάταξη στο άρθρο 497 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, με την οποία να αποκλείεται η αναστολή εκτέλεσης της ποινής που επιβλήθηκε με απόφαση πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, για ορισμένα ειδικώς προσδιοριζόμενα εγκλήματα, έστω και αν πρόκειται να ασκηθεί, ή έχει ασκηθεί τυπικά το ένδικο μέσο της έφεσης, η οποία (έφεση) δεν έχει ανασταλτική δύναμη. Τέτοιος περιορισμός θα ήταν συνταγματικός, κατά την άποψή μας, λαμβανομένης υπόψη και της αρχής της αναλογικότητας, ιδίως για εκείνα τα κακουργήματα που έχουν μία έντονη νομική, κοινωνική και ηθική απαξία.
Η διαχρονική ευθύνη της πολιτικής εξουσίας είναι μεγάλη, ανεξαρτήτως πολιτικού/ών κόμματος/κομμάτων που άσκησαν και ασκούν διακυβέρνηση στον τόπο μας.
Ας υπάρξει όμως αυτοσυγκράτηση από όλους μας, έστω και αν κάποια πράγματα «παραβιάζουν» τους δικούς μας ηθικούς Κώδικες Συμπεριφοράς και Δεοντολογίας. Εκεί θα μπορούσα και εγώ στο δίλημμα «ΚΑΝΟΝΑΣ – ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ (ΗΘΙΚΗ)» να σημειώσω το σημείο «2».
Δεν θα πρέπει όμως να δικάζουμε και να καταδικάζουμε εμείς πριν από το νόμιμο ή φυσικό Δικαστή.
Όμως, παρατηρώντας τα πράγματα από μία πιο ψύχραιμη πλευρά, πώς «εν τοις πράγμασι» μπορεί να θεραπευτεί το «ενδεχόμενο κενό του νομοθέτη» (ανάλογα με την άποψη που μπορεί να διατυπώσει ο καθένας μας, ο οποίος πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν έχει άμεση πρόσβαση στο φάκελο δικογραφίας κάθε υπόθεσης);
Με τον ταχύτατο προσδιορισμό της εκδίκασης των υποθέσεων ενώπιον του αρμοδίου δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, χωρίς πολλές και «μεγάλες» αναβολές και χωρίς λαϊκά Δικαστήρια.
Ας είμαστε ψύχραιμοι, ας αφήσουμε την ελληνική δικαιοσύνη να κάνει το έργο της και ας θεραπευτούν ΑΜΕΣΑ τα όποια κενά της νομοθεσίας μας για το άμεσο μέλλον, αφού στην ποινική δικαιοσύνη δεν μπορεί να εφαρμοστεί αναδρομικά τυχόν δυσμενέστερος Νόμος, από εκείνο που ίσχυε την ημέρα όπου φέρεται ότι τελέστηκε το οποιοδήποτε αδίκημα.