Θρησκευτική Αγωγή σε καιρούς Κρίσης
ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΤΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ και ΨΥΧΙΚΗΣ ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Τριαντάφυλλος Κ. Μπολτέτσος, Προϊστάμενος Διοικητικού Ιεράς Μητροπόλεως Φθιώτιδος
Δρ. Θεολογίας, ΜΑ Ποιμαντικής Θεολογίας και Αγωγής
Η κρίση στις ανθρώπινες κοινωνίες, ήταν, είναι, αλλά και θα είναι, σταθερό και χαρακτηριστικό τους γνώρισμα. Λογικό και επόμενο, καθώς τις αποτελούν, στη συντριπτική τους πλειονότητα, άνθρωποι με αδυναμίες και … αμαρτίες. Στον Παράδεισο, πάλι, δεν θα υπάρχει κρίση. Κι αυτό γιατί θα έχει προηγηθεί, με την Δεύτερη Παρουσία του Ιησού Χριστού, η τελική Κρίση όλων. Όπου θα … «ξεμπροστιασθούμε» όλοι. Ή για να μιλήσω πιο ευαγγελικά, άπαντα θα είναι «γυμνά και τετραχηλισμένα». Στην προς Εβραίους Επιστολή του αποστόλου Παύλου (Εβρ. 4,13) διαβάζουμε «Και δεν υπάρχει κτίσμα αφανές μπροστά του, αλλά όλα είναι γυμνά και φανερωμένα μπροστά στα μάτια του. προς αυτόν εμείς θα δώσουμε λόγο».
Όμως, μήπως έχουμε περάσει ήδη στο κυρίως μέρος του θέματός μας; Μήπως οι μαθητές της θρησκευτικής αγωγής, οι πιστοί άνθρωποι, θα πρέπει να έχουν μέσα στο νου και την ψυχή τους, πως καμιά δυσκολία, ανασφάλεια, ψυχική δοκιμασία δεν συγκρίνεται και δεν μετράει μπροστά στην τελευταία και τελική κρίση;
Και φυσικά, η κατάσταση αυτή δεν κρύβει κάτι το τρομακτικό, είτε για τους μεγάλους είτε για τους μικρούς. Κι αυτό γιατί, για την κρίση-εξέταση αυτή έχουν δοθεί, από τα αρμοδιότερα χείλη και το καταλληλότερο Πρόσωπο, τα τελικά θέματα, ώστε να μπορεί να γίνει η απαιτούμενη προετοιμασία. Ο ίδιος, λοιπόν, ο Θεάνθρωπος Ιησούς, κατά την επίγεια παρουσία Του, μας παρέδωσε τα έξι κριτήρια-θέματα. Καταγράφονται με κάθε δυνατή σαφήνεια στο κατά Ματθαίον Ιερό Ευαγγέλιο, στο 25ο κεφάλαιο και στους στίχους 31 έως 46, στο λεγόμενο Ευαγγέλιο της Κρίσης.
Δηλαδή, όποιος με ανιδιοτέλεια και με αλτρουισμό και καθαρή αγάπη έδωσε φαγητό στον πεινασμένο, ξεδίψασε τον διψασμένο, φιλοξένησε τον ξένο, έντυσε τον γυμνό, επισκέφθηκε τον ασθενή και πήγε και είδε τον φυλακισμένο, με άλλα λόγια όποιος βοήθησε τον συνάνθρωπο που ζει μέσα στην κρίση, τότε αυτό το πράττει στον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό και θα λάβει τη θεία Χάρη να ξεπεράσει την προσωπική του Κρίση.
Υπάρχουν, πάμπολλες τέτοιες περικοπές και αναρίθμητα, ισχυρά σε δυναμικότητα παρόμοια χωρία του Ευαγγελίου, που μας «λύνουν τα χέρια» και επομένως, παρέχουν την δυνατότητα να προσφερθούν στην τράπεζα της θρησκευτικής αγωγής παραδείγματα και μηνύματα αισιοδοξίας. Συνολικά αυτός είναι άλλωστε ο λόγος και ο ρόλος του ΕΥ-ΑΓΓΕΛΙΟΥ. Να μεταδώσει την Καλή Αγγελία και καθετί καλό, που απορρέει από αυτήν. Με άλλα λόγια, να προσφέρει το δώρο του Υιού του Ανθρώπου στον άνθρωπο του κόσμου.
Τι άλλο όμως προσφέρει το Ευαγγέλιο και συνολικά η Αγία Γραφή;
Πληθώρα μυστικών αισιοδοξίας. Και το «μυστικό», λέξη που γοητεύει τα παιδιά και τους νέους, δίνει και την ακόμα πιο σαγηνευτική αίσθηση της μύησης.
Ένας άνθρωπος στο δρόμο της γνώσης, μυημένος στα μυστικά της αιώνιας ζωής αλλά και της επίγειας χριστότητας –δηλαδή της εν τω κόσμω γαλήνης και ηρεμίας– αναπτύσσει τους θετικούς, αυτή τη φορά, μηχανισμούς κατά της απόρριψης, της απελπισίας, της μελαγχολίας, ενάντια στην ηττοπάθεια και τον εγκλωβισμό στο εγώ του. Η ενασχόληση και μαθητεία στον λόγο του Θεού, δίνει, δηλαδή, Νόημα ζωής, εμφυτεύει και καλλιεργεί αντιστάσεις στο κακό και αναπτύσσει τρόπους υπέρβασης των δυσχερειών.
Ὁδηγητικὴ γιὰ ὅλους μας εἶναι ἡ προτροπὴ τοῦ Κυρίου, ως να κηρύττει ἕναν ἀγώνα ἐναντίον τῆς ἡττοπάθειας: «Ἐν τῷ κόσμῳ θλίψιν ἔξετε ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰωάννου 16,33). Ἡ παρουσία Του κοντά μας μὲ τὴ γέννησή Του μᾶς κάνει νὰ συνειδητοποιοῦμε μιὰν ἄλλη προτροπή, τὸ μήνυμα τοῦ Ἀγγέλου πρὸς τοὺς ποιμένες: «Μὴ φοβεῖσθε…» (Λουκᾶ 2, 8-14).
Στο όλο αυτό κλίμα της ενίσχυσης της ψυχολογίας και της προσωπικότητας ευρύτερα του ανθρώπου, εντάσσονται και τα αγιογραφικά χωρία «πάντα μοι έξεστιν, αλλ΄ου πάντα συμφέρει» σε συσχετισμό με το «πάντα δε δοκιμάζετε, το καλόν κατέχετε». Με άλλα λόγια, η Εκκλησία στην κάθε πρόκληση ή στον κάθε σκόπελο της ζωής παραθέτει ως λυδία λίθο το δικό της μήνυμα της σωτηρίας, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της αγωνιστικής κατά των παθών διάθεσης.
Ένα άλλο στοιχείο, που προσφέρει η θρησκευτική αγωγή στον νέο άνθρωπο, στο πλαίσιο μιας κοινωνίας σε κρίση, όπου είναι αναμενόμενο να αναπτύσσονται συγκρούσεις με τον διπλανό και αρνητικές σκέψεις, ιδίως στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές κοινωνίες μας, για τον άλλο, είναι η πληροφορία πως η ορθοδοξία τηρεί στάση ανεκτικότητας, και σεβασμού προς τις γνωστές θρησκείες, καθώς σέβεται πρώτα από όλα το αυτεξούσιο, που έχει δώσει ο Θεός στον άνθρωπο. Βρίσκεται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα σε θρησκευτικό ρατσισμό, συμβιώνει με άλλες ομάδες χωρίς να ανεγείρει ζητήματα μισαλλοδοξίας, δεν διστάζει να σώσει ιουδαίους στο θρήσκευμα κατά την γερμανική κατοχή, δεν δυσκολεύει ανθρώπους μόνο και μόνο επειδή φορούν μαντήλα, δεν διστάζει να οργανώσει ανθρωπιστικές αποστολές ακόμα και σε μέρη, όπου δεν υπάρχει ίχνος χριστιανών (σεισμοί και άλλες θεομηνίες σε χώρες της Ασίας και αλλού). Δεν πιστεύουμε πως όλα αυτά θα θεωρούταν αυτονόητα για την αγαπημένη μας χώρα Ελλάδα, εάν δεν είχαμε όλοι μπολιαστεί – άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, άλλος ως μαθητής και μόνο, και άλλος ως τακτικός εκκλησιαζόμενος – με το πνεύμα της διδασκαλίας του Κυρίου Ιησού Χριστού.
Ενισχυτικά στην ψυχική υγεία του ανθρώπου δρουν, φυσικά, τα ιερά μυστήρια, οι υπόλοιπες ακολουθίες και οι προσευχές της Εκκλησίας. Η Εξομολόγηση αποτελεί χωνευτήρι των ενοχών, των παθών, των προβλημάτων. Η Θεία Ευχαριστία λειτουργεί ως φάρμακο αθανασίας. Το ιερό Ευχέλαιο ενισχύει το σύνολο της ψυχοσωματικής ανθρώπινης οντότητας. Οι Παρακλήσεις στον Κύριο, την Υπεραγία Θεοτόκο και τους Αγίους μόνο παράκληση-παρηγοριά μπορούν να προσφέρουν σε κάθε δοκιμαζόμενο από κάθε πνευματική, ψυχική και σωματική ασθένεια.
Επιπλέον, τα παραδείγματα, η ζωή και το έργο των Αγίων προσωπικοτήτων της Εκκλησίας μας, εμπνέουν, και η αυτοθυσία για τον συνάνθρωπο και η επιμέλειά τους για τη σωτηρία της ψυχής τους νοηματοδοτούν την δύσκολη ή άνοστη, κάποιες φορές, καθημερινότητα.
Και δεν είναι μόνο το ευαγγέλιο, οι λειτουργίες και τα συναξάρια. Η χριστιανική αγωγή μπορεί να αναδείξει το θρησκευτικό γεγονός μέσα από την φυσική (παράδειγμα η Κοσμολογία του Μεγάλου Βασιλείου), ή την πνευματική αναζήτηση μέσα από την ποίηση και τη λογοτεχνία. Δεν είναι τυχαίος ο Ελύτης και συνεπώς η εκτίμηση πως «στην ποίησή του, ιχνηλατείται, από πεινασμένους για ουρανό αναζητητές, το Μυστήριο, η διαισθητική μας προσέγγιση στο αντιφέγγισμα της αιωνιότητας που συντηρεί τον χρόνο. Ο Ελύτης ανασυνθέτει την βαθύτερη πραγματικότητα της ανθρώπινης ζωής».
Η θρησκευτική αγωγή διαθέτει και ακόμα πιο ρηξικέλευθη άποψη για την οικονομική κρίση, για τον πλούτο γενικότερα. Στο τροπάριο των αποστίχων του εσπερινού της Μεγάλης Τετάρτης, ρωτά ο υμνωδός τον Ιούδα και μαζί κάθε αγχωμένο για το χρήμα Χριστιανό: εἰ γὰρ πλοῦτον ἠγάπας, τί τῷ περὶ πτωχείας διδάσκοντι ἐφοίτας; Δηλαδή: Εάν αγαπούσες τον πλούτο, για ποιον λόγο μαθήτευες κοντά στον δάσκαλο της πτωχείας;
Έχει δίκιο ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος όταν σε ομιλία του αναφέρει σχετικά: «Η χριστιανική θρησκευτική αγωγή συντελεί εις το να αποκτήση ο νέος ηθικάς αρχάς συμπεριφοράς. Βεβαίως πολλαί πηγαί ηθικής προτείνονται, αλλά εκείνη η οποία ασκεί την εντονωτέραν επίδρασιν εις την ψυχήν του παιδός και του νέου είναι η έχουσα ως αναφοράν της την πίστιν εις τον Θεόν της αγάπης, τον πάνσοφον και πατρικόν, ο οποίος δίδει οδηγίας συμπεριφοράς ακριβώς διά το καλόν του ανθρώπου και όχι ως εκδήλωσιν μιας αυθαιρέτου ισχυράς θελήσεως».
Συμπληρωματικά, ο σύγχρονος λόγος της θρησκευτικής αγωγής μπορεί, βέβαια, να συμβουλεύει ακόμα και το «Να ταξιδέψετε, να διαβάσετε, να αμφισβητήσετε, να ακούσετε μουσική, να δημιουργήσετε, να βρείτε το μεγαλείο που σας έχει δωρίσει ο Θεός, στην καρδιά σας, να αναζητήσετε τη γνώση που θεμελιώνει ελπίδα και προοπτική».
Και αποτελεί η φράση αυτή παρότρυνση, που απηύθυνε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος μιλώντας, την 1η Απριλίου 2015, στα 62 παιδιά του κέντρου δημιουργικής απασχόλησης παιδιού της «Αποστολής», «Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Δημήτριος», στο Μοσχάτο.
Παράλληλα, υπάρχουν και οι ποιμαντικές ευκαιρίες, που δίνουν την δυνατότητα στον μαθητή να έρθει κοντά στον ανθρώπινο πόνο. Μια επίσκεψη σε ένα νοσοκομείο ή ένα γηροκομείο, σε ένα κέντρο αγάπης, σε ένα ορφανοτροφείο, μπορεί να ευαισθητοποιήσει τα παιδιά ώστε να αναπτύξουν τα ανθρωπιστικά συναισθήματά τους.
Εντέλει, όλα αυτά μπορούν να υπηρετηθούν και να μεταδοθούν μέσω της Θρησκευτικής Αγωγής.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗ
Δεν πρέπει να παραλείψουμε την προσφορά του θεολόγου καθηγητή, προκειμένου για σχολικές μονάδες, ο οποίος καλείται να υπερβεί τις προσωπικές του οικονομικές και άλλες δυσχέρειες και να αποτελέσει τον οδηγό και όχι μόνο τον τηρητή του αναλυτικού προγράμματος σπουδών, εν ώρα διδασκαλίας και μόνον.
Γίνεται ο αποδέκτης των αγωνιών, των πολυποίκιλων προβλημάτων ακόμα και κάποιων «παρεκτροπών» των μαθητών του και καλείται να ακούσει και να συμβουλεύσει παραμένοντας πραγματιστής, χωρίς όμως να ψαλιδίζει το όραμα και την όρεξη των μαθητών του για ζωή.
Συνεπώς, αναγνωρίζεται και ο ουσιαστικός ρόλος του θρησκευτικού παιδαγωγού, καθώς ως δάσκαλος και σύμβουλος αποτελεί το μέσον, το οποίο εγγυάται την αποτελεσματικότητα και την αυθεντικότητα του μηνύματος στο μυαλό και στην ψυχή του διδασκόμενου.
Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ
Για να βιώσει, να δεχθεί και να μεταδώσει όμως κάποιος την συμβολή της ορθόδοξης χριστιανικής αγωγής στον κόσμο θα πρέπει πρώτα ο ίδιος να έχει αποδεχθεί και να έχει πιστέψει στην αξία της.
Και ερχόμαστε έτσι στον υπότιτλο της σύντομης αναφοράς μας στο περιεχόμενο μιας χριστιανικής διδασκαλίας «εν καιρώ κρίσης», όπου όπως γίνεται αντιληπτό από κάθε καλοπροαίρετο, πως είναι ο αντίποδας μιας διεργασίας ετών τώρα, ορισμένων ανθρώπων –εχθρικών προς την εκκλησία να πούμε, άγευστων από την χριστιανική διδασκαλία να πούμε, πικραμένων από τους ανθρώπους της θρησκείας να πούμε;- που θέτουν σε κάθε ευκαιρία και από κάθε μετερίζι – ζήτημα κατάργησης των παλαιομοδίτικων μη τεχνοκρατικών γνώσεων και μάλιστα των «επικίνδυνων» (ως οπιούχων) θρησκευτικών μαθημάτων. Και ως πρώτο βήμα αλλοτρίωσης –με μία προβατόσχημη λογική- μιλούν για την εκπαίδευση των μικρών και μεγάλων μαθητών σε αξιακές θεωρίες άλλων θρησκειών και παραδόσεων και προσεγγίσεων.
Ας επικαλεστούμε στο σημείο αυτό τους «δόλιους» και «ωφελιμιστές» συντάκτες των πρώτων συνταγματικών και εθνικών κειμένων της αναστημένης, μετά το 1821, Ελλάδας. Που υπαγορεύουν και διακυρήττουν και επιβάλλουν θα λέγαμε να υπάρχει η ορθόδοξη πίστη στη χώρα και στις ψυχές των παιδιών ειδικότερα. Οι άνθρωποι εκείνοι, μπαρουτο¬καπνισμένοι ακόμη από τις μάχες της ανεξαρτησίας, προφανώς δεν έθεταν από πλευρά ρομαντική ή καιροσκοπική και πολιτικάντικη τον όρο να λαμβάνουν τα παιδιά των Ελλήνων ορθόδοξη χριστιανική αγωγή. Γνώριζαν, ότι η δική τους πίστη, αυτή που τους έδωσε τη δύναμη να αποτινάξουν τον μακραίωνο τουρκικό ζυγό, θα έδινε τώρα ικανούς, ολοκληρωμένους και γιατί όχι και ευτυχισμένους πολίτες, που θα εγγυούνταν τη συνέχεια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Δεν ήταν τυχοδιώκτες και για τον λόγο αυτό επένδυαν τους κόπους και τις πληγές τους στην προμετωπίδα του Συντάγματος: «Εις το όνομα της αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος». Και είναι τόσο ισχυρή αυτή η πεποίθηση, που έχει διατηρηθεί, ως συλλογική μνήμη και αιώνια παρακαταθήκη, και στο ισχύον Σύνταγμά μας.
Συμπερασματικά, να κλείσουμε λέγοντας, πως δεν χρειάζεται και κυρίως δεν αξίζει να επικαλούμαστε άρθρα και παραγράφους συνταγματικές, ούτε καν προκειμένου να εξασφαλιστούμε συντεχνιακά. Η επίκληση όλων αυτών γίνεται γιατί πιστεύουμε, πως οι γενάρχες και έλληνες προπάτορές μας ήξεραν και γι΄αυτό ήθελαν μιά Ελλάδα, που να διέπεται σε όλο το σύστημά της από τις ορθόδοξες χριστιανικές αρχές, προκειμένου να διασφαλίσουν μια Ελλάδα υπέρ-αιώνια. Και τα παραδείγματα ακόμα και για τη σύγχρονη Ελλάδα της κρίσης, έρχονται να μας πουν πόσο δίκαιο είχαν οι προπάτορές μας, που μας άφησαν παρακαταθήκη την μαθητεία στον λόγο του Ευαγγελίου της πίστεώς μας.