Ο Γ. Σαρακιώτης για την ελληνογαλλική συμφωνία
Έχει επισημανθεί σε όλους τους τόνους, από το ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – Προοδευτική Συμμαχία, ότι η ελληνογαλλική συμφωνία για την απόκτηση των φρεγατών “Belhara” είναι επί της αρχής ορθή. Και πώς θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε κάτι διαφορετικό, εφόσον η Κυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ήταν η πρώτη, η οποία εκκίνησε την εν λόγω διαπραγμάτευση ήδη από το 2018, ενώ και η κλιμάκωση του τουρκικού αναθεωρητισμού έχει καταστήσει πλέον αναγκαία την ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Η Κυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α. επίσης πρώτη προχώρησε, το ίδιο έτος, στην υπογραφή συμφωνίας με τις ΗΠΑ για την αναβάθμιση των πολεμικών αεροσκαφών F16, δείγμα της προσήλωσής μας στην ανάγκη εκσυγχρονισμού των οπλικών συστημάτων μας.
Προς τι, όμως, οι καθυστερήσεις των τελευταίων δύο ετών στο ζήτημα της αναβάθμισης του Πολεμικού Ναυτικού; Γιατί μια επί της αρχής στρατηγικά ορθή συμφωνία έφθασε να ολοκληρώνεται με σαφέστατα μεγαλύτερη επιβάρυνση του Έλληνα φορολογούμενου και δυσμενέστερους όρους όπως η απουσία συμφωνίας για την απόκτηση του υποστρατηγικού συστήματος SCALP NAVAL, σε σχέση με ό,τι προβλεπόταν προ τριών ετών; Για ποιο λόγο η Ν.Δ. προτίμησε να κωλυσιεργεί, παρά τις έγκαιρες προειδοποιήσεις του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. πριν την κρίση στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο με την παρουσία του τουρκικού ερευνητικού Oruc Reis επί της ελληνικής υφαλοκρηπίδας;
Πρόκειται για κρίσιμα ερωτήματα, στα οποία η Κυβέρνηση οφείλει να δώσει απαντήσεις στο πλαίσιο της επικείμενης συζήτησης στη Βουλή. Όπως εξίσου απαραίτητες είναι και οι διευκρινίσεις περί του εύρους των δεσμεύσεων της Γαλλίας. Για παράδειγμα, θα κινητοποιηθεί σε περίπτωση επιθετικής ενέργειας της Τουρκίας εναντίον ενός ελληνικού πλοίου ευρισκόμενου εντός της ελληνικής Α.Ο.Ζ., δεδομένου ότι στην εν λόγω γεωγραφική περιοχή ασκούνται κυριαρχικά δικαιώματα, αλλά όχι πλήρης κυριαρχία; Αν όντως δεν υφίσταται η προσήκουσα πρόβλεψη εντός της συμφωνίας, τότε βρισκόμαστε ενώπιον μιας ελλειμματικής συμφωνίας, ιδιαιτέρως αν ληφθεί υπόψιν ότι κύριο σημείο εκδήλωσης της τουρκικής επιθετικότητας αφορά τις μη οριοθετημένες Α.Ο.Ζ. και υφαλοκρηπίδα.
Την κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας, ιδίως το 2020, η Ν.Δ. προτίμησε να την αντιμετωπίσει, όπως τώρα… τις ανατιμήσεις στην αγορά, δηλαδή ως «συγκυριακό φαινόμενο». Ωστόσο, η Τουρκία έχει αποδείξει επανειλημμένως με τις πρακτικές και τη ρητορική της ότι οι αξιώσεις της συνεχώς θα διευρύνονται, γεγονός το οποίο επιβάλλει διαρκή επαγρύπνηση στην εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση, καθώς και να εκπονήσει στρατηγική με άξονα τα περιφερειακά σχήματα συνεργασίας με την Κύπρο, το Ισραήλ, την Αίγυπτο και την Ιορδανία, αλλά και φυσικά με προμετωπίδα την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική άμυνας και ασφάλειας.
Προς την κατεύθυνση απόκτησης συντεταγμένης στρατηγικής, σημαντική προϋπόθεση αποτελεί η δημιουργία και η ενίσχυση των θεσμών. Η Κυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είχε εκκινήσει την εν λόγω διαδικασία ενισχύοντας το Κέντρο Ανάλυσης και Σχεδιασμού στο Υπουργείο Εξωτερικών και ιδρύοντας το Επιστημονικό Συμβούλιο, θεσμοί οι οποίοι μέσω της διεπιστημονικής σύνθεσής τους θα συνέβαλαν καθοριστικά στην παραγωγή προτάσεων πολιτικής προς διαβούλευση στο ΚΥ.Σ.Ε.Α.. Εντός του συγκεκριμένου πλαισίου, ζητήματα όπως αυτά της επιχειρησιακής επάρκειας των οπλικών συστημάτων, της εξοπλιστικής διπλωματίας και των εξωτερικών σχέσεων της χώρας και της στρατηγικής διασύνδεσης των δομών ασφαλείας μέσω ρητρών αμυντικής συνδρομής θα τίθεντο υπό κοινή σκέπη και δε θα παρατηρούνταν η σημερινή «σύγκρουση γραφειοκρατιών», η οποία οδήγησε ένα φοβισμένο Πρωθυπουργό σε διαρκείς καθυστερήσεις για «να μη στενοχωρήσει» κανέναν ούτε στο εξωτερικό, αλλά ούτε και στο εσωτερικό.
Οι πρωτοβουλίες θεσμοποίησης του συστήματος λήψης αποφάσεων συνιστούν καθόλα αναγκαία βήματα, ώστε η στρατηγική της χώρας να διαθέτει «αρχή, μέση και τέλος». Η Κυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είχε ανοίξει το δρόμο, με τελικό σκοπό τη συγκρότηση ενός Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, τόσο αναγκαίου για τη χάραξη στρατηγικής. Ωστόσο, η Ν.Δ. προτίμησε να υπονομεύσει την εν λόγω προοπτική δημιουργώντας ένα μονοπρόσωπο όργανο, δηλαδή διορίζοντας έναν Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας, ο οποίος μάλιστα δε λειτουργεί ανεξάρτητα όπως συμβαίνει στο σύνολο των αναπτυγμένων κρατών, αλλά ως φερέφωνο των κυβερνητικών πολιτικών, κάτι που αποδείχθηκε με την περίπτωση του εξωθημένου σε παραίτηση κ. Διακόπουλου.
Οι ως άνω επισημάνσεις είναι μέρος ενός ευρύτερου σχεδιασμού, ο οποίος καταλήγει στην ανάγκη διασφάλισης του εθνικού συμφέροντος. Είναι προφανές ότι η δομή του Υπουργείου Εξωτερικών, του Υπουργείου Άμυνας και του Γραφείου του
Πρωθυπουργού οφείλει να εμπεριέχει την αρχή της διάδρασης με τα επιτελεία των τριών Όπλων, αλλά και εν τέλει με το ΚΥ.Σ.Ε.Α. Διαμέσου μιας τέτοιου χαρακτήρα δομής, οι αποφάσεις θα λαμβάνονται σαφώς ταχύτερα και με γνώμονα τη μεγιστοποίηση των κερδών της χώρας, προς αποφυγή ύπαρξης αμφιβολιών όπως αυτές που αφορούν τους όρους απόκτησης των φρεγατών “Belhara”.