Ποιό είναι το περιεχόμενο της λαϊκής εντολής;
Το να προσδιοριστεί το περιεχόμενο της λαϊκής εντολής, που είναι ένας από τους βασικούς πυλώνες της δημοκρατίας, είναι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατον. Επάνω σε αυτήν την απροσδιοριστία στηρίζονται και οι αποκλίσεις της πολιτικής από τη βούληση του λαού. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει καμμία σοβαρή συνάφεια μεταξύ της βούλησης των κυβερνώντων και της βούλησης των πολιτών. Βέβαια, αυτή η απόκλιση δεν είναι πάντοτε αναπόφευκτη, συχνά είναι ηθελημένη και χρησιμοποιεί τη δυσκολία του προσδιορισμού απλώς ως δικαιολογία για την αυθαιρεσία.
Πολλά ερωτήματα μπορούν να τεθούν εν είδει προβληματισμού.
Είναι δυνατόν μία εξουσία να προβλέψει όλες τις πιθανές εξελίξεις, για να προβάλει στον λαό τις θέσεις της προ των εκλογών; Όχι, βέβαια. Είναι δυνατόν, σε κάθε πρόβλημα που προκύπτει να ερωτάται ο λαός; Όχι, ούτε αυτό είναι δυνατόν με τα σημερινά δεδομένα, αν και θα μπορούσαν να γίνουν πολλές βελτιώσεις. Στην νομική επιστήμη είχε διατυπωθεί η άποψη ότι ο πολιτικός δρα υπό την εντολή του πολίτη, ακριβώς για να προστατευθεί ο πολίτης από την αυθαιρεσία των κυβερνώντων. Αλλά το ζήτημα είναι πώς θα εφαρμοστεί στην πράξη κάτι τέτοιο.
Μήπως η αδυναμία αυτή σημαίνει ότι οι πολιτικοί είναι ελεύθεροι να αποφασίζουν κατά βούληση; Όχι. Σημαίνει μήπως ότι ο προσδιορισμός είναι αδύνατος; Όχι, ούτε αυτό συμβαίνει.
Κάπου υπάρχει ένα σημείο διαφυγής από το αδιέξοδο, τουλάχιστον σε κάποιον βαθμό. Πάντως, το πεδίο δεν είναι τελείως σκοτεινό και αδιαπέραστο. Επομένως, θα πρέπει να σκεφθούμε σοβαρά το νόημα της λαϊκής εντολής, για να μπορέσουμε να ξεφύγουμε από την απαίτηση για συγκεκριμένο ορισμό που λόγω της αδυναμίας του καταλήγει στην ανοχή της αυθαιρεσίας.
Θα ήταν εδώ χρήσιμο να ανασύρουμε στη μνήμη τη «γενική βούληση» στην οποία αναφερόταν ο Ζ.Ζ.Ρουσσώ και η οποία πάντοτε στρεφόταν στο κοινό καλό. Με άλλα λόγια, θα μπορούσαμε να δούμε ότι η εντολή αναφέρεται πάντοτε σε ό,τι λειτουργεί προς το κοινό καλό και μας εξαναγκάζει να ασχοληθούμε με την αφαιρετικότητα των μεγάλων ιδεών. Υπάρχουν, φυσικά, και περιπτώσεις όπου η εντολή μπορεί να είναι συγκεκριμένη, όπως στα δημοψηφίσματα. Αλλά αυτές είναι σπάνιες. Το σύνολο των πολιτικών αποφάσεων λαμβάνονται ενάντια στη λαϊκή εντολή και με όρους δυνάμεως.
Το επόμενο πρόβλημα που ανακύπτει είναι το πώς θα υποστηριχθεί αυτό το κοινό καλό και ποια είναι η φύση του. Αυτό είναι δύσκολο να ανιχνευθεί μέσα σε έναν κόσμο που ρέπει τόσο πολύ στο συγκεκριμένο, στην περιπτωσιολογία, που οι γενικές αρχές των συνταγμάτων έχουν καταντήσει ένας διάκοσμος που απλώς χρησιμεύει στο να μπορεί να συγκαλύψει την αυθαιρεσία. Και αυτή η στρέβλωση δεν χαρακτηρίζει μόνον τις ελίτ αλλά και τους λαούς.
Για να ανιχνευθεί και να υποστηριχθεί όμως το περιεχόμενο του κοινού καλού, πρέπει να επαληθεύονται ορισμένοι αυστηροί όροι:
1.-Η ύπαρξη ενεργού και υπεύθυνου πολίτη. Αυτός ο όρος είναι ο κεντρικότερος όλων, γιατί χωρίς το ενδιαφέρον του πολίτη και την θέλησή του να προστατεύσει τα κοινά, δεν μπορεί να γίνει απολύτως τίποτε, η λαϊκή εντολή θα παραμείνει απλώς μία υποκριτική διακήρυξη. Ο ενεργός πολίτης όμως δεν μπορεί να υπάρξει με τα υπάρχοντα κοινωνικά πρότυπα που καλλιεργούν τον άκρατο ατομισμό.
2.-Ελεύθερη ροή πληροφορίας, γιατί ο πολίτης δεν μπορεί να αποφασίζει και να ασκεί δημοκρατικό έλεγχο μέσα σε καθεστώς άγνοιας. Είναι όμως φανερό ότι ούτε ο κρατικός ούτε ο ιδιωτικός έλεγχος επί των μέσων μαζικής ενημέρωσης μπορεί να εγγυηθεί την ελεύθερη ροή της πληροφορίας. Αυτά υπήρξαν ιδεολογικές αυταπάτες.
3.-Εκδημοκρατισμός των πολιτικών κομμάτων, γιατί όταν τα κόμματα λειτουργούν αντιδημοκρατικά, τότε και η πολιτική θα είναι εξίσου αντιδημοκρατική και επαφιέμενη στις βουλήσεις μιας ολιγομελούς ελίτ.
4.-Μια κάποια αντίληψη των εννοιών της ζωής και της πολιτικής, για να ξεπεραστεί το χάος των συγκρουόμενων ιδεολογικών ρευμάτων που ζητούν την αποκλειστικότητα ορθότητας και την αυθεντία. Οι ιδέες και τα ιδεολογικά ρεύματα είναι δύο διαφορετικά πράγματα, αν και συνδέονται. Σε αυτό θα παίξει ρόλο το άτομο και θα αναδειχθεί η αξία του. Το σκοτάδι της άγνοιας μπορεί να διαλυθεί μόνον με ατομική απόφαση. Ακόμη και αν υπάρξει μία πνευματική ελίτ που θα αποφασίζει ορθά για το κοινό καλό, ακόμη και τότε, το άτομο δεν θα έχει ξεφύγει από την άγνοια, γιατί, απλώς, θα έχει εναποθέσει τη ζωή και την τύχη του στα χέρια άλλων, χωρίς το ίδιο να κατανοεί και να συμμετέχει στο πολιτικό γίγνεσθαι.
5.-Διάκριση των εξουσιών. Όμως αυτή έχει προ πολλού στον κόσμο καταστρατηγηθεί και οι εξουσίες δεν είναι ανεξάρτητες. Πλην τούτου, υπάρχουν και άλλες εξουσίες που λειτουργούν έξω από τις τρεις παραδοσιακές (νομοθετική, δικαστική και εκτελεστική), με την οικονομία να είναι η κυριότερη από αυτές και έπειτα τα ΜΜΕ.
Το πώς θα διαμορφωθεί ο κόσμος και η πολιτική σε μια τέτοια περίπτωση δεν μπορούμε να το εικάσουμε, γιατί οι συνθήκες θα γίνουν τόσο διαφορετικές και οι δυνατότητες τόσο περισσότερες που δεν μπορούμε να απαιτήσουμε από τώρα μια λεπτομερειακή ανάλυσή τους σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα ανάλυσης – τα οποία τελικά δεν επαληθεύονται καν, όπως π.χ. στην οικονομία, την ελευθερία και αλλού.
Η λαϊκή εντολή πρέπει προς το παρόν να ξεφύγει από τους περιορισμούς μιας αυστηρής νομικής μορφής, γιατί απλώς αυτοί δεν μπορούν να λειτουργήσουν εκτεταμένα και σε ικανοποιητικό βαθμό. Αυτή θα πρέπει να λειτουργεί αφανώς, δηλαδή να επαληθευτεί σε ένα επίπεδο συλλογικής και ατομικής αντίληψης που θα είναι τόσο διάχυτη που εκ φύσεως δεν θα επιτρέπει την είσοδο, άνοδο και ενίσχυση ακατάλληλων πολιτικών. Σε μια τέτοια περίπτωση ο δημοκρατικός έλεγχος έχει εσωτερικευθεί μέσα από την επιλογή προτύπων. Ο δημοκρατικός έλεγχος δεν μπορεί να εξαντλείται στις εκλογές ούτε σε τυπικά σώματα που μπορούν άνετα να ελέγχονται από οποιαδήποτε ελίτ. Αντιθέτως, πρέπει να είναι διάχυτος, καθημερινός και τέτοιος που να μην επιτρέπει καν τη διαμόρφωση αντικοινωνικών αντιλήψεων με οποιοδήποτε πρόσχημα. Δεν μιλάμε για καταστολή και λογοκρισία αλλά για ένα διαφορετικό επίπεδο αντίληψης όπου η αντικοινωνικότητα θα είναι φύσει μη αποδεκτή. Ας πάρουμε ένα αντίστροφο παράδειγμα για καλύτερη κατανόηση: Έχει κάποιο νόημα η επίκληση της δημοκρατίας και της ελευθερίας σε μια κοινωνία όπου οι άνθρωποι έχουν ως πρότυπο το εύκολο κέρδος και για χάρη του κερδοσκοπούν στα χρηματιστήρια; Εξ ορισμού, μία τέτοια αντίληψη και συμπεριφορά καταστρατηγεί τη δημοκρατία και καθιστά αδύνατο τον δημοκρατικό έλεγχο, γιατί η φύση αυτής της αντίληψης είναι ατομιστική. Τι είδους δημοκρατικός έλεγχος μπορεί να γίνει σε μια τέτοια κοινωνία; Τα ερωτήματα είναι τελικά εξαιρετικά απλά και οι απαντήσεις αυταπόδεικτες. Αν τα επιλεγμένα πρότυπα ήταν διαφορετικά, θα μπορούσαν να λειτουργήσουν τα χρηματιστήρια όπως λειτούργησαν με αδιαφάνεια και καταστροφικά; Προφανώς όχι. Στην πραγματικότητα, όλα τα δεινά συμβαίνουν με την συμμετοχή του «πολίτη» στην γένεσή τους.
Επομένως, ο δημοκρατικός έλεγχος εκ μέρους της κοινωνίας δεν χρειάζεται να είναι πάντοτε τυπικός, αλλά αρκεί να βρίσκεται συνεχώς σε ένα επίπεδο εντάσεως προτύπων και διαύγειας, πράγμα που έχει πολύ μεγαλύτερη ισχύ από εκείνον τον υποθετικό τυπικό έλεγχο που όμως συνδυάζεται με παθητικούς πολίτες. Αυτό είναι ένα καίριο σημείο για την κατανόηση της φύσης της «λαϊκής εντολής» και της απόλυτης αναγκαιότητας της εξόδου του ανθρώπου από την παθητικότητα για να αναλάβει τη ζωή του, ατομική και συλλογική. Η ηγεσία πρέπει να πάρει άλλο νόημα προς το παρόν απροσέγγιστο από την εποχή μας.
Ιωάννα Μουτσοπούλου
Μέλος της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ
11/1/2019