Πολιτική και φιλοδοξία
Αυτό είναι ένα θέμα που θα μας απασχολήσει πολύ στο μέλλον, μια και δεν μας απασχόλησε όσο έπρεπε στο παρελθόν. Η φιλοδοξία είναι διάχυτη σε όλους τους τομείς της ζωής και εννοούμε την τάση να επιβάλει κανείς την παρουσία του πάνω στους άλλους, να υπερισχύσει, και όχι την θετική στάση για βελτίωση του εαυτού. Επειδή είναι πλατιά αποδεκτή από την κοινωνική αντίληψη, έχει παρεισφρήσει ύπουλα ως κινητήρια δύναμη των πάντων, αλλά, ενώ όλοι την αποδέχονται, την ίδια στιγμή απαιτούν να είναι οι πολιτικοί ως εξαίρεση αφιλοκερδείς. Μεγαλύτερη αντίφαση και πλάνη δεν μπορούσε να υπάρξει: να καλλιεργείς παντού τη φιλοδοξία και να απαιτείς ξαφνικά την εξαφάνισή της και μάλιστα στο τομέα εκείνον που είναι το κατ’ εξοχήν πεδίο της φιλοδοξίας.
Και ο τομέας της πολιτικής είναι τέτοιος, γιατί είναι ο κυριότερος τομέας δυνάμεως, ο τομέας κυριαρχίας και ωμής επιβολής. Παλαιότερα ήταν ο θρησκευτικός τομέας, αλλά τότε ήταν αυτός που είχε πολιτική επιρροή. Και είμαστε σε μια καίρια εποχή για να σκεφθούμε επί του θέματος, επειδή αυτή η εποχή χαρακτηρίζεται από μία σταδιακή αποδόμηση των πολιτικών εξουσιών και των πολιτικών συστημάτων – στην χώρα μας το φαινόμενο είναι πιο έντονο λόγω της έντασης της κρίσης. Στον καιρό της αποδόμησης παρουσιάζονται ευκαιρίες για ανάταση του ανθρώπου που αναγκάζεται από την κρίση να επανεξετάσει τον εαυτό του και τους σκοπούς της ζωής του αλλά και για ανάδειξη εκείνων των λίγων ανθρώπων που ενδιαφέρονται για τη βελτίωση της ανθρώπινης ζωής και για την πρόοδο προς το μέλλον, τους οποίους στον καιρό της καλοπέρασης κανείς δεν θα πρόσεχε όντως ικανοποιημένος από τη χαύνωση της καθημερινότητας. Υπάρχει όμως και η ευκαιρία για ανάδειξη των πολλών νέων μνηστήρων της εξουσίας που τους δίνεται η ευκαιρία να διεισδύσουν στη δημόσια σφαίρα μέσα από τα κενά που έχουν δημιουργήσει οι ρωγμές του παλαιού πολιτικού κατεστημένου.
Το πρόβλημα λοιπόν που έχουμε είναι πώς θα ξεχωρίσουμε τους μεν από τους δε. Αυτό είναι ένα παλιό πρόβλημα το οποίο απαιτεί λύση, ίσως όχι απολύτως αποτελεσματική αλλά κάπως επαρκή ώστε να μην ξαναπέσουμε σε χειρότερη κατάσταση από την προηγούμενη, να μην βγάλουμε ένα δαιμόνιο για να εισέλθουν στη θέση του άλλα επτά δαιμόνια! – κάτι το οποίο είναι πιθανόν να συμβεί, γιατί οι ελπίδες και τα ευχολόγια δεν αρκούν για να το αποτρέψουν. Αρκεί να διαβάσει κανείς για τη σταδιακή διάλυση της δημοκρατίας στην Αθήνα καθώς και για την ιστορική περίοδο αμέσως μετά την τελική ήττα των Αθηναίων στον πελοποννησιακό πόλεμο, όταν επιβλήθηκε στην Αθήνα το υποχρεωτικό καθεστώς των τριάκοντα τυράννων. Ο Πλάτωνας, αν και αριστοκρατικός που έβλεπε τη διαφθορά της λεγόμενης δημοκρατίας και αν και δύο θείοι του ήταν στην ομάδα των 30 αυτών αριστοκρατών που επελέγησαν για να κυβερνήσουν την Αθήνα, σε μία επιστολή του έγραψε ότι το καθεστώς αυτό ήταν χειρότερο από το προηγούμενο – και όντως ήταν απάνθρωπο και άδικο. Αυτά μπορούν να συμβούν οποτεδήποτε και συμβαίνουν ακόμη και σήμερα και γι’ αυτό δεν μπορούμε να τα θεωρούμε κάτι μακρινό σαν όνειρο. Βέβαια, ο Πόππερ ρίχνει το άδικο κυρίως στους αριστοκράτες που συνεργαζόντουσαν με την Σπάρτη εναντίον της αθηναϊκής δημοκρατίας, αλλά δεν βλέπει ότι τέτοιοι άνθρωποι πάντοτε υπάρχουν και ότι τον κεντρικό ρόλο στην καταστροφή έπαιζε η διαφθορά της πολιτικής και η σταδιακή αποδόμηση της δημοκρατίας πριν από τον πελοποννησιακό πόλεμο. Η διαφθορά είναι μία όψη του ολοκληρωτισμού, γιατί προσπαθεί να καταργήσει την ουσία της δημοκρατίας και αυτό πρέπει να το αντιληφθούμε βαθιά. Δεν μπορούμε εξάλλου να απομονώσουμε μία κοινωνία ώστε να μην περιλαμβάνει τέτοιους κυριαρχικούς ανθρώπους, γιατί αυτοί γεννιούνται μέσα της και συχνά δεν γίνονται αντιληπτοί ως τέτοιοι, συχνά έχουν και την αποδοχή του λαού.
Τι κριτήρια, λοιπόν, πρέπει να έχουμε; Αυτά μπορούμε αρχικά να τα συνοψίσουμε σε ένα και μοναδικό: τον ΜΟΧΘΟ. Μόχθο ηθικό, διανοητικό και παντός είδους μόχθο που θα αφήσει πίσω όλες τις νοητικές συνήθειες, τον εφησυχασμό και τις εύκολες λύσεις. Αλλά τι μπορούν να κάνουν άνθρωποι που δεν θέλουν να καταβάλουν την παραμικρή προσπάθεια για να αναλάβουν την ζωή τους υπεύθυνα ελπίζοντας ότι κάποιος άλλος θα το κάνει γι’ αυτούς, που θέλουν να εφησυχάζουν παρακολουθώντας τον φαντασιακό παράδεισο της σύγχρονης τεχνολογίας, τα πολιτικά εφφέ και ιδεολογήματα αόριστων φαντασιώσεων περί του ορθού όποιο και αν είναι, που έχουν μάθει να τα περιμένουν όλα έτοιμα από μια κοινωνία απρόσωπη (λες και δεν αποτελείται από πρόσωπα όμοια με αυτούς) και τους οποίους όλο το σύμπαν έχει σαν μοναδική μέριμνα να φροντίζει; Η απάντηση είναι μία: Τίποτε δεν μπορούν να κάνουν. Θα περιμένουν ένα θαύμα μέχρι την τελευταία στιγμή. Η ζωή είναι πολύ σύντομη για να την αναλώσουν με τέτοιες μέριμνες. Ακόμη και ο θάνατος θα είναι προτιμότερος από τον μόχθο, γιατί τουλάχιστον η διάρκεια της ζωής (όσο μικρή κι αν είναι) θα είναι αμέριμνη, ενώ η γεμάτη κοινωνικές μέριμνες ζωή είναι ανάξια λόγου έστω και αν είναι μακρόχρονη. Είναι όμως η ζωή πραγματικά έτσι αμέριμνη; Όχι, δεν είναι καθόλου αμέριμνη (εκτός σύντομων περιόδων), αλλά η ελπίδα για μια τυχερή αλλαγή εξακολουθεί να ταλανίζει τον άνθρωπο. Είναι ίσως κάτι βαθύτερο από τον σωματικό κόπο αυτό που ο άνθρωπος θέλει να αποφύγει, είναι ο κόπος της κοινωνικής ευθύνης γιατί αυτή απαιτεί ατομική αλλαγή, λειτουργία της νόησης και εφαρμογή της λογικής. Ίσως είναι η απαίτηση μιας δωρεάν Εδέμ, μιας ατομιστικής θέωσης επειδή κάποιος απλώς και μόνον υπάρχει και γι’ αυτό δεν χρειάζεται ούτε να μοχθήσει ούτε να γίνει καλύτερος για να την κερδίσει.
Έπειτα από αυτή την διευκρίνιση, μπορούμε να διαιρέσουμε τα κριτήρια ή τον μόχθο σε δύο τομείς. Αυτά που σχετίζονται με το ίδιο το υποκείμενο και την ποιότητά του και εκείνα τα δευτερεύοντα που σχετίζονται με τις διαδικασίες.
Υποκειμενικά κριτήρια
Αυτά τα κριτήρια θα απογυμνώσουν τους υποκριτές, αν όχι απόλυτα, πάντως κατά σημαντικό μέρος από τα όπλα τους, τις πλάνες και τη διαφθορά που προσφέρουν, θα πάψουν να είναι χρήσιμοι. Επομένως:
1)Τα κριτήρια επιλογής εξαρτώνται από τα κριτήρια αξιών της ζωής μας. Αυτά τα αξιακά κριτήρια λειτουργούν σε διπλή κατεύθυνση: πρώτον, ρυθμίζουν τις προσδοκίες μας από τη ζωή και, δεύτερον, καθορίζουν με τι και με ποιους θα ταυτιζόμαστε στη διάρκειά της. Αυτά τα δύο δεν είναι άσχετα πράγματα μεταξύ τους και λειτουργούν αυτόματα μέσα μας.
Τα οράματα του μέλλοντος όντας με λογικό τρόπο ανιδιοτελή δεν θα επιτρέψουν στους φιλόδοξους να αναρριχώνται με υποσχέσεις φαύλες στηριγμένοι σε αυτές τις μαζικές προσδοκίες, αφού δεν θα υπάρχουν τέτοιες απαιτήσεις. Αυτός είναι και ο σημαντικότερος όρος για μια ορθή επιλογή, γιατί βρίσκεται στη ρίζα των πραγμάτων.
Δηλαδή, η λογική θα αφανίσει τα ιδεολογήματα, τα ωραία λόγια που δεν έχουν λογική συνοχή και είναι αναντίστοιχα προς την πραγματικότητα (π.χ. ενότητα των ανθρώπων και παγκοσμιοποίηση), η δε ανιδιοτέλεια θα αχρηστεύσει τις φαύλες και αντικοινωνικές υποσχέσεις (π.χ. κοινό καλό και ρουσφέτι).
2)Ένας σώφρων και ειλικρινής άνθρωπος δεν θα λέει μεγάλα λόγια (που τόσο εύκολα λέγονται από τους πολιτικούς) και δεν θα απευθύνεται εύκολα στο θυμικό των ανθρώπων παρά μόνον σε στιγμές μεγάλης ανάγκης για εμψύχωση, γιατί θα ξέρει ότι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να αναπτύξουν την κριτική τους ικανότητα για να γίνουν κάπως αυτεξούσιοι και όχι να παρασύρονται από τον ένα και τον άλλον. Ο φιλόδοξος δεν αγαπά την αυτεξουσιότητα των άλλων παρά μόνον τη δική του, ακόμη και αν είναι ανιδιοτελής οικονομικά (αυτό απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, γιατί το χρήμα δεν είναι το μόνο κακό). Για κάποιον όμως λόγο οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τόσο το συμφέρον όσο και τη δόξα μόνον στο ανεξέλεγκτο θυμικό και όχι στην λογική (με την έννοια της λογικής συνοχής των πραγμάτων). Η λογική δεν είναι μια κυνική και στεγνή ματιά προς τη ζωή, αλλά ο συνεκτικός ιστός που συνδέει τα αίτια με τα αποτελέσματά τους – και οι άνθρωποι έχουν αποτύχει παταγωδώς στο να την κατανοήσουν, προσδοκώντας να έχουν αποτελέσματα διαφορετικά από αυτά που φυσιολογικά παράγουν συγκεκριμένα αίτια. Π.χ. απαιτούν απουσία διαφθοράς σε μία κοινωνία απόλυτα οικονομοποιημένη και της οποίας ο θεός είναι το χρήμα. Στο βιβλίο “Ο Αγών μου” του Χίτλερ είναι σαφώς διατυπωμένη η άποψη ότι (με δικά μου λόγια αποδίδω το νόημα) πρέπει να απευθύνεται κανείς στο θυμικό των ανθρώπων με όσο το δυνατόν λιγότερα νοήματα. Η αλήθεια είναι ότι αυτός είναι ο εύκολος τρόπος να απευθύνεται κανείς στις μάζες και να αναδειχθεί, γιατί δεν απαιτεί κανένα άλλο αξιόλογο ταλέντο παρά μόνον την τάση για δύναμη και προβολή του εαυτού. Αφήνει τις μάζες ξεκούραστες, γιατί δεν χρειάζεται να μοχθήσουν για κατανόηση παρά μόνον να αφεθούν στα ένστικτα και τις θυμικές παρορμήσεις τους – και έτσι χειραγωγούνται.
3)Ένας τέτοιος κατάλληλος για τα κοινά άνθρωπος δεν θα περιορίζεται στις καταγγελίες εναντίον των αντιπάλων, αλλά θα αποβλέπει κυρίως προς έναν άνθρωπο καλύτερο από κάθε πλευρά. Οι περισσότεροι αναλώνονται στην εύκολη λύση να στρέφονται εναντίον των καταχραστών εξουσίας, χωρίς όμως να παρουσιάζουν τη δική τους θέση – αν υποτεθεί ότι έχουν κάποια πέραν των άμεσων προβλημάτων. Μόνον αόριστες εντυπώσεις και εικόνες βρίσκονται εκεί όπου θα έπρεπε να υπάρχουν σαφείς θέσεις, συνήθως προβάλλουν εικόνες παρελθόντος και αυτοεκτίμησης ενός λαού, άλλοτε συγκινησιακούς ιδεολογικούς συμβολισμούς και άλλα. Όλα κινούνται στο πεδίο του ψυχολογισμού. Με αυτό δεν εννοούμε ότι πρέπει να έχει ένα ύφος ψυχρής απόστασης από τα πράγματα κατά το δυτικό πρότυπο, το δυτικό πρότυπο έχει σχέση με την κοστολόγηση της ζωής ως αποτιμητής σε χρήμα και σε χειροπιαστή ωφέλεια αλλά και με την αίσθηση της υπεροχής δυνάμεως. Η ψυχρότητα και η ηρεμία είναι δύο αντίθετα πράγματα. Π.χ. η ηρεμία με την οποία καταδικάζεται ένας λαός σε αφανισμό δεν είναι αληθινή ηρεμία, είναι ψυχρότητα και είναι ζήτημα ποιότητας κριτηρίου για να τις ξεχωρίσει κανείς.
4)Οι πολιτικές θέσεις πρέπει να έχουν συγκεκριμένη ποιότητα και λογική και να μην παραμένουν στο ομιχλώδες πεδίο αόριστων υποσχέσεων, συμβολισμών, εξάρσεων και εκτόνωσης πάθους τα οποία είναι εργαλεία χειραγώγησης. Όταν φθίνει η έξαρση και το πάθος, ανακαλύπτει κανείς ότι τίποτε συγκεκριμένο δεν έχει δοθεί, μόνον υποσχέσεις και γενικόλογες διαβεβαιώσεις. Χωρίς κάποιο βάθος μέλλοντος, ακόμη και τα άμεσα μέτρα φθίνουν σταδιακά, γιατί για να υποστηριχθούν χρειάζεται μόχθος αλλαγής.
Διαδικαστικά κριτήρια
Αυτά αποτελούν αφ’ ενός μεν μία ένδειξη ότι κάποιος πραγματικά υπηρετεί το κοινό καλό, γιατί αυτά του μειώνουν την εξουσία και την απόστασή του από την κοινωνία, και αφ’ ετέρου κάποια εγγύηση ότι ο έλεγχος της δημοκρατίας θα λειτουργεί – και πάλι υπό τον όρο ότι ο πολίτης θα συνεχίσει να ενδιαφέρεται, γιατί με αδιάφορους πολίτες οι διαδικασίες είναι ολότελα άχρηστες. Επομένως:
5)Θα πρέπει μοιραστεί μέρος των αρμοδιοτήτων στον λαό, ώστε ο δημοκρατικός έλεγχος να είναι συνεχής. Δηλαδή, να εξακτινωθεί η δυνατότητα της εξουσίας σε περισσότερους πραγματικά ανεξάρτητους φορείς, όμως κατά τη διάκριση των εξουσιών μη ελεγχόμενους από την όποια εξουσία (κυβερνητική ή μη), αλλοιώς δεν μπορεί να εξυγιανθεί ένα πολιτικό σύστημα, γιατί η δύναμη επηρεάζει ακόμη και τομείς που δεν υπόκεινται τυπικά στην κυβέρνηση. Το πώς θα γίνει κάτι τέτοιο θα είναι ζήτημα συζήτησης και επιπέδου της υπευθυνότητας των πολιτών. Για να προβληθεί μία τέτοια απαίτηση θα πρέπει και οι άνθρωποι να ενδιαφερθούν για τα κοινά. Αυτό, βέβαια, δεν είναι πανάκεια ούτε ξεκομμένο από το σύνολο της πολιτικής, γιατί αν π.χ. η κεντρική εξουσία εκφράζει ανισότητα και υπερσυγκέντρωση δύναμης, τότε υπάρχει κίνδυνος τέτοιες πρωτοβουλίες να είναι ελεγχόμενες, όπως σήμερα ιδιωτικές πρωτοβουλίες αμφίβολης προαίρεσης.
Αλλά επειδή οι “πολίτες” δεν ενδιαφέρονται, δεν μπορούν καν να διανοηθούν ότι η κάθαρση, ο δημοκρατικός έλεγχος και η διακυβέρνηση θα πρέπει να αφεθούν στα δικά τους χέρια και αυτά τα χέρια θα πρέπει να είναι και ικανά και ανιδιοτελή μέσα από μόχθο, για να μην έχουμε ούτε φαινόμενα όχλου, ούτε φαινόμενα σκληρότητας, ούτε φαινόμενα προχειρότητας και αδικίας.
6)Τα πολιτικά κόμματα θα πρέπει να είναι δημοκρατικά, ενώ σήμερα δεν είναι. Αλλά αντιδημοκρατικά κόμματα πώς είναι δυνατόν να εγγυηθούν τη δημοκρατία; Και δεν είναι δημοκρατικά για διάφορους λόγους εκ των οποίων οι σημαντικότεροι είναι δύο: η ανεξέλεγκτη χρηματοδότηση από ιδιώτες και άλλους παράγοντες η οποία δημιουργεί εξαρτήσεις και οι κομματικές διαδικασίες που ελέγχονται από τις κομματικές ελίτ και αυτές από άλλους. Η λεγόμενη ψήφος κατά την προσωπική συνείδηση είναι ανύπαρκτη και, όταν σπανίως λειτουργεί, έχει δυσμενείς επιπτώσεις για αυτόν που την εκφράζει. Η κομματική πειθαρχία είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να λυθεί, όχι για να υπάρξει ένα χάος αλλά πρέπει να λυθεί με ισορροπία. Και ποιος μπορεί να εγγυηθεί αυτή την ισορροπία; Οι πολλοί άνθρωποι, γιατί με τόση διάχυτη φιλοδοξία ο πιο εύκολος δρόμος για τους πάρα πολλούς φιλόδοξους είναι η προσκόλλησή τους στους ισχυρότερους παράγοντες των κομμάτων που θα τους κρατήσει σε μία θέση επιρροής μέχρι να τους δοθεί η ευκαιρία να ασκήσουν ελεύθεροι τη δική τους εξουσία.
Θα ρωτήσει κανείς: Τι σχέση έχουν όλα αυτά με την επιλογή των σωστών ανθρώπων για να εκπροσωπήσουν έναν λαό; Έχουν μεγάλη σχέση, γιατί αυτά είναι α)τα προαπαιτούμενα για να αντιμετωπιστεί η φιλοδοξία και η κυριαρχικότητα μέσα στον καθένα, β)οι αναγκαίοι όροι για να μπορέσει ένας ανιδιοτελής πολιτικός – αν τελικά εκλεγεί – να κρατηθεί στη θέση του, γιατί χωρίς συναίνεση αυτό θα είναι αδύνατον και γ)οι διαδικασίες που θα εγγυηθούν τον συνεχή δημοκρατικό έλεγχο. Είναι φανερό ότι το αντιπροσωπευτικό σύστημα όπως το γνωρίζουμε δεν μπορεί να υποστηρίξει τη δημοκρατία, συντήρησε απλώς κάποιες ατομιστικές ελευθερίες (ούτε καν ατομικές) για κάποιον χρόνο. Αλλά και κανένα οργανωτικό σχήμα δεν μπορεί να εγγυηθεί τη δημοκρατία, μόνον οι άνθρωποι μπορούν με μια σχετική ανιδιοτέλεια, κοινωνικότητα και ενδιαφέρον για τα κοινά.
Ας σκεφθούμε τι συνέβη μετά τον Σόλωνα στην αρχαία Αθήνα: κυβέρνησε την Αθήνα ο τύραννος Πεισίστρατος, συνολικά επί 40 έτη αυτός και έπειτα τα παιδιά του, οι φτωχοί ήταν εκείνοι που του παραχώρησαν απεριόριστες εξουσίες, γιατί τους έδινε χρήματα και γαίες που είχε πάρει από τους εξορισμένους πλούσιους αριστοκράτες. Ο Σόλωνας τους είχε προειδοποιήσει ότι αυτός ήθελε να γίνει τύραννος. Αλλά κανείς δεν τον άκουγε. Και το χειρότερο ήταν όχι η τυραννίδα αλλά το ότι στη διάρκειά της διατήρησε κατά μεγάλο μέρος τους νόμους του Σόλωνα καθώς και τα δημοκρατικά σώματα-αρχές που αυτός είχε εγκαθιδρύσει, αλλά κανένα από αυτά δεν του έφερνε αντίρρηση επί τόσες δεκαετίες γιατί είχε τον απόλυτο έλεγχο. Ο πολίτης όμως δεν λειτουργούσε ως πολίτης, μόνη η μοιρασιά των υλικών αγαθών δεν ταυτίζεται ούτε με τη δημοκρατία ούτε με τη δικαιοσύνη, απαιτούνται και άλλα πράγματα. Αλλά έχουμε μία τρομερή ανθρώπινη ανισορροπία: είτε εξαντλείται ο άνθρωπος στην ισότητα των υλικών αγαθών που συνοψίζει όλα κι όλα τα “οράματά” του, είτε ωθείται να ξεχάσει την υλική αδικία στην προοπτική ενός εσωτερικού παραδείσου για να είναι ακίνδυνος. Αποδεικνύεται περίτρανα ότι η όποια οργάνωση δεν αρκεί για να αναχαιτίσει όποιον θέλει να ασκήσει κυριαρχία. Θα πει κανείς ότι ο Πεισίστρατος τουλάχιστον κυβέρνησε καλύτερα από άλλους και ενδιαφέρθηκε για τον φτωχό. Αλλά η δημοκρατία δεν προωθήθηκε, γιατί η αυτεξουσιότητα των ανθρώπων οπισθοδρόμησε απορροφώμενη αποκλειστικά από το έχειν και κατέληξαν πάλι εξαρτώμενοι παθητικά από το τυχαίο γεγονός αν ο ηγέτης τους θα ήταν καλός ή κακός. Το αρνητικό στοιχείο έγκειται στο ότι καταστρεφόταν κάτι που είχε ήδη αρχίσει να λειτουργεί, η δημοκρατία. Ενώ σε μιαν άλλην εποχή απολυταρχίας μία τέτοια συμπεριφορά θα ήταν προς όφελος των ανθρώπων, γιατί θα άνοιγε το βήμα προς το μέλλον.
Ποιος, όμως, είναι διατεθειμένος να αναλώσει τη ζωή του σε μια τέτοια προσπάθεια; Ελάχιστοι. Γι’ αυτό δεν πρέπει να αναμένεται σύντομα κάποια δραματική αλλαγή. Τα πράγματα σταδιακά ακολουθούν την πορεία τους και πολλοί φιλόδοξοι θα εμφανιστούν στο προσκήνιο μαζί με λίγους αφιλόδοξους, συνήθως μάλιστα οι φιλόδοξοι είναι πιο εντυπωσιακοί και ικανοί στην παρουσίαση του εαυτού τους. Η διαδικασία κάθαρσης παντός είδους, τόσο από το αποχωρούν σύστημα όσο και από το αναδυόμενο κοινωνικό σώμα -αν υπάρξει τέτοια- θα είναι αναπόφευκτα μακρόχρονη, μέχρις ότου είτε υπάρξει ερημωτική καταστροφή μεγάλης έκτασης είτε εκ των πραγμάτων οι λαοί αποδείξουν ότι μπορούν να εκφράσουν ουσιαστικότερα τη λαϊκή κυριαρχία σε συνδυασμό με τα ατομικά δικαιώματα.
Δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες για την πραγματικότητα και όσοι υπόσχονται ή απαιτούν άμεσες λύσεις στα προβλήματα απλώς τα επιδεινώνουν με αυτή την αυταπάτη και απομακρύνουν ακόμη περισσότερο την πιθανότητα λύσης, γιατί ωθούν τους ανθρώπους να παρατείνουν την παθητικότητά τους με αβάσιμες προσδοκίες για μαγικές λύσεις.
Ιωάννα Μουτσοπούλου
Μέλος της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ
12/10/2018