Το νόημα της προόδου
Η “πρόοδος” είναι μια λέξη χιλιοειπωμένη τις τελευταίες δεκαετίες και – όπως συμβαίνει συνήθως – της έχει γίνει κατάχρηση και παραπλανητικές ερμηνείες. Πιστεύω ότι δεν θα ήταν τόσο καθοριστικά χρήσιμο να καταφύγουμε σε λεξικά για την τυπική έννοια της λέξης, γιατί το νόημα του οποίου η λέξη είναι σύμβολο δεν μπορεί παρά να είναι ευρύτερο και περιεκτικότερο του συμβόλου, είναι ζωντανό στο παρόν και αποκαλύπτεται σταδιακά ανάλογα με τις δυνατότητες αντίληψής μας. Αν γνωρίζαμε τη φύση και τον σκοπό του χρόνου, τότε θα γνωρίζαμε και τη φύση της προόδου, γιατί χωρίς χρόνο δεν θα ήταν νοητή η πρόοδος υπό οποιαδήποτε έννοια και αν την αντιλαμβανόμαστε. Δεδομένου όμως ότι αυτά μας είναι άγνωστα, είμαστε αναγκασμένοι να παραμείνουμε στο νόημα όπως μπορούμε να το κατανοήσουμε σήμερα χωρίς αφέλειες και χωρίς μαξιμαλισμούς.
Το νόημα της προόδου εκφράζεται με δύο τρόπους ανάλογα με το πώς ανταποκρίνεται ο άνθρωπος σε αυτό: είτε μέσω της επιθυμίας είτε μέσω μιας βαθιάς ανάγκης του. Η επιθυμία είναι γνωστή σε όλους και είναι αυτή που έχει χρωματίσει υπερβολικά την εποχή μας. Όμως η επιθυμία καταργεί από μια άποψη το νόημα, γιατί φυλακίζει την αντίληψη σε στενά όρια και συμπεριφέρεται κτητικά ακόμη και όταν επιδιώκει κάτι φαινομενικά ορθό. Η επιθυμία δεν υπέρκειται του νοήματος, το αντίστροφο συμβαίνει. Η επιθυμία σχετίζεται με το έχειν ακόμη και όταν αναφέρεται σε πεποιθήσεις και όχι σε υλικά αγαθά, γιατί έχει την ιδιότητα να αντικειμενικοποιεί τα πάντα, να τα καθιστά αντικείμενα προς χρήση, ακόμη και όσα είναι στην πραγματικότητα αφαιρετικά. Γι’ αυτό πρέπει οπωσδήποτε να κατανοήσουμε την έννοια του έχειν, ότι δεν περιλαμβάνει μόνον τα υλικά αγαθά αλλά οποιοδήποτε είδωλο όπως π.χ. τις πεποιθήσεις μας, τη νοσταλγία περασμένων εποχών, ένα αποτέλεσμα επιθυμητό σαν την ειρήνη, τη δικαιοσύνη και την ενότητα όπως τις φανταζόμαστε. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι δύσκολο να διαχωρίσει κανείς το είδωλο από την πραγματικότητα, γιατί το είδωλο όντας σύμβολο του ορθού παραπλανά. Ένα κριτήριο διάκρισης είναι ότι ο ανθρώπινος πυρήνας παραμένει ανέγγιχτος σε μεγάλο βαθμό και ο άνθρωπος επιδιώκει ένα αποτέλεσμα και μόνον, το οποίο θα τον κάνει ευτυχέστερο, αλλά δεν επιδιώκει την ουσία του πράγματος που είναι άρρηκτα δεμένη με τον ίδιο τον εαυτό του. Θέλει να είναι καταναλωτής αποτελεσμάτων και όχι δημιουργός τους, δηλαδή θέλει κάτι που δεν είναι ο ίδιος ούτε δικαιούται να το έχει.
Το παράδειγμα της Ειρήνης είναι ένα καλό παράδειγμα: επιδιώκουμε την ειρήνη, αλλά μόνον ως απουσία ένοπλων συγκρούσεων και όχι ως ψυχική μας στάση που θα οδηγούσε παρεμπιπτόντως και στην κατάργηση του άδικου πολέμου. Αυτή η διαφορά έχει τεράστια αποτελέσματα. Η μία ειρήνη είναι ψεύτικη, ενώ η άλλη είναι η πραγματική. Η μία ειρήνη σχετίζεται με το έχειν ενώ η άλλη με το Είναι. Το έχειν, ακόμη και ως μία κατάσταση αρεστή, οδηγεί σε πόλεμο τελικά, γιατί εμπεριέχει ιδιοτέλεια. Σε τελευταία ανάλυση, δεν μπορεί η συνείδησή μας να είναι ένοπλη, αλλά να απολαμβάνουμε την ειρήνη γιατί αυτό μας εξυπηρετεί. Αυτό δεν είναι ούτε δυνατό ούτε ηθικό, η ηθική και η δυνατότητα εδώ συμπίπτουν. Η ειρήνη είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα λόγω του πολύπλοκου χαρακτήρα της. Αποκαλύπτει όμως και μια άλλη πτυχή του προβλήματος της συνείδησης: Μπορεί -θα πει κανείς- η συνείδηση να μην είναι ένοπλη, αλλά αντίθετα υποχωρητική, παθητική, χωρίς να απαιτεί τίποτε από τον άλλον. Τότε ποια θα είναι η κτητικότητα; Τότε θα πρέπει να ρωτήσουμε με τη σειρά μας: Σημαίνει μήπως η ειρήνη παράδοση άνευ όρων, μια έλλειψη ζωής, μια απεχθή παθητικότητα που δεν είναι άξια του ανθρώπου; Μήπως αυτή η παθητικότητα αυξάνει την ισχύ των επιθετικών προσώπων και άρα συμμετέχει και αυτή στην επιθετικότητα σαν αναγκαίο συμπλήρωμά της; Το ορθό πώς θα το υπερασπίσει κανείς, αν δεν μπορεί να πολεμήσει γι’ αυτό; Υπάρχει μία σύντομη συλλογιστική για το θέμα αυτό στο άρθρο “Ειρήνη και Αφοπλισμός”[i]. Όλα αυτά θα αποτελούσαν υπεκφυγές, γιατί και αυτή η άποψη είναι ένα είδωλο για την ειρήνη, ένα είδωλο που επιβάλλει την μη αντίδραση, την παράδοση σε οποιονδήποτε και ο,τιδήποτε, ώστε να μην υπάρχει ένοπλη σύγκρουση, η απουσία ένοπλης σύγκρουσης είναι το ζητούμενο είδωλο. Αλλά τελικά αυτό το είδωλο κρύβει μία σύγκρουση, τη βαθύτερη και τη χειρότερη από όλες: τη σύγκρουση με την ανθρώπινη ακεραιότητα, την αληθινή ηθική και την ελευθερία, που θυσιάζονται στον βωμό μιας ανόητης πεποίθησης που δεν αγγίζει τον εαυτό, γι’ αυτό ως είδωλο είναι αντικείμενο του έχειν. Η ίδια η επιθυμία είναι ανταγωνιστική στη φύση της, ακόμη και ως αδιαφορία δεν χάνει αυτόν τον χαρακτήρα, γιατί αποτελεί άρνηση της συλλογικότητας, της ευθύνης και του εαυτού. Η ειρήνη έχει καταντήσει έτσι μία κενή περιεχομένου λέξη και συχνά αυτοί που την απαιτούν δεν καταλαβαίνουν το νόημά της.
Με ακριβώς όμοιο τρόπο η πρόοδος εξετράπη του νοήματός της. Θεωρήθηκε ότι συνδέεται με το έχειν και μόνον, και δεν ήταν μόνον η οικονομία που χρωμάτισε την αντίληψή μας για την πρόοδο, αλλά η όλη κατανόησή μας για τη ζωή και τις ανάγκες της. Η πρόοδος αποτελεί ένα άνοιγμα στο μέλλον και το νόημά του, μόνο που το άνοιγμα το κάνει η συνείδηση και όχι τα αποκτήματα παντός είδους. Υπό αυτή την έννοια αποτελεί μία νύξη της απειρότητας της ζωής κι ας ονειρευόμαστε ένα τέλος, για να ησυχάσουμε επιτέλους – όμως με μια αντίφαση, ότι το τέλος αυτό δεν θα πρέπει να είναι η μέγιστη αλλαγή, δηλαδή ο θάνατος που μας φοβίζει, αλλά το τέλος όλων των άλλων αλλαγών που καταστρέφουν τη σταθερότητά μας και μας ταλαιπωρούν.
Ο φόβος όμως του θανάτου, που ταλανίζει τόσο άγρια την ανθρώπινη ζωή, όξυνε υπερβολικά την επιθυμία για το έχειν ως αντιστάθμισμα απέναντι στη συνταρακτικότητα του θανάτου και έτσι η έννοια της προόδου ταυτίστηκε με αυτήν την επιθυμία. Σε αυτή την αντίληψη το πνεύμα θυμίζει πάντοτε τον θάνατο, επειδή απαιτεί τη θυσία των επιθυμιών, και η συνείδηση είναι η πηγή του πόνου. Έτσι, το μόνο που μένει σταθερό και ελεγχόμενο από εμάς τους ίδιους για όσο διαρκεί η παροδικότητά μας είναι το έχειν, είτε σαν υλικά αγαθά, είτε σαν πεποιθήσεις, είτε σαν ο,τιδήποτε που δεν αγγίζει τον ανθρώπινο πυρήνα μας αλλά το κατέχουμε, ενώ αυτός ο πυρήνας είναι επικίνδυνος επιζητώντας αλλαγές και γι’ αυτό πρέπει να ξεχαστεί.
Πώς όμως να ξεχωρίσει κανείς αυτές τις λεπτές διαφορές στο πεδίο της πολιτικής αλλά και τις συνέπειές τους;
Πώς να ορίσει την πρόοδο με τρόπο που να παραμερίζει τους φόβους του;
Πώς να ξεφύγει από την ποσοτικοποίηση της προόδου, π.χ. περισσότερο χρήμα, περισσότερη “ελευθερία”;
Πώς να αποδεχθεί τη νύξη της απειρότητας, όταν ο ίδιος είναι τόσο παροδικός και φθαρτός;
Τα ζητήματα αυτά δεν είναι μελοδραματικά ή φανταστικά, αλλά το υπάρχον ασυνείδητο υπόστρωμα πάνω στο οποίο προσπαθούμε να δομήσουμε τη ζωή μας, να θέσουμε τα ερωτήματά μας και να απαντήσουμε. Το ζητούμενο δεν είναι να απαντήσουμε με οριστική ορθότητα για όλη τη διάρκεια της αιωνιότητας (που θα ήταν υπερφίαλη προσδοκία), αλλά να απαντήσουμε σύμφωνα με την ανάγκη του παρόντος μας, να διακρίνουμε τα ίχνη της αλήθειας και να πατήσουμε σταθερά σε αυτά. Ακόμη κι αν δεν απαντήσουμε, η προσπάθεια είναι αναγκαία, γιατί ενδυναμώνει τον εαυτό περιορίζοντας τον ατομισμό. Ο ατομισμός είναι ο θάνατος του εαυτού κι ας φαίνεται το αντίθετο, γιατί ταυτίζεται με τα είδωλα που κατέχει και όχι με τον ίδιο τον εαυτό.
Τι είναι λοιπόν πρόοδος; Το φορτίο που μεταφέρει η λέξη εξαρτάται από τα οράματα των ανθρώπων που την επικαλούνται. Αν το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να ζήσουν άνετα, τότε πρόοδο θα αποτελεί η οικονομική επιτυχία και επέκταση. Αν το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η ησυχία και η απουσία ευθυνών, τότε πρόοδος θα είναι μια στενότατη ατομιστική αντίληψη των ατομικών δικαιωμάτων, πράγμα που βλέπουμε στη σημερινή δύση. Αν έχουν νοσταλγία του παρελθόντος, η πρόοδος οποιουδήποτε είδους θα τους τρομάζει και θα επιθυμούν μια μιμητική επανάληψη του παρελθόντος. Αν τους ενδιαφέρει η ψυχική και πνευματική πλευρά της ζωής, τότε η πρόοδος θα έχει κάποιο αντίστοιχο περιεχόμενο στην αντίληψή τους.
Γίνεται φανερό από τα παραπάνω ότι η πρόοδος πρέπει να αφορά αναγκαστικά τη συνείδηση, την αλλαγή της ανθρώπινης αντίληψης προς το καλύτερο και όχι τη συρρίκνωση και το σβήσιμό της μέσα σε μια τυφλότητα που θα μας ανταμείψει είτε με ησυχία είτε με δύναμη, ίσα που να νοιώσουμε μια παροδική ικανοποίηση. Και θα είναι παροδική η ικανοποίηση, γιατί η αιωνιότητα και η απειρότητα της ζωής θα μετασχηματιστεί αναπόφευκτα σε άπληστη επιθυμία, η απληστία αποτελεί το υποκατάστατο της αληθινής προόδου, λόγω του επεκτατικού χαρακτήρα της, είναι και αυτή μία πρόοδος αλλά αντίστροφης κατεύθυνσης και, άρα, αυτοαναιρούμενη στην ουσία της. Πρέπει να κατανοήσουμε βαθιά ότι, όταν δεν κάνουμε το ορθό βήμα, τότε η ίδια η άρνηση του βήματος αποτελεί το λανθασμένο βήμα, γιατί η κίνηση είναι αναπόφευκτη. Σταμάτημα δεν υπάρχει, μόνον που ορισμένα βήματα γίνονται αρχικά στο εσωτερικό της συνείδησης και έπειτα από χρόνο παίρνουν μορφή στον κόσμο των ορατών φαινομένων. Γι’ αυτόν τον λόγο η ικανοποίηση δεν μπορεί παρά να είναι παροδική, η απληστία που υπάρχει στον πυρήνα της αποδεικνύεται και από τους ατέλειωτους ανταγωνισμούς των ισχυρών στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, οι οποίοι δεν ικανοποιούνται με τίποτε. Η κίνηση προς το μέλλον είναι αναπόφευκτη και η ποιότητα που θα επιλέξουμε να της προσδώσουμε θα έχει τα αναγκαία αποτελέσματά της και δεν θα πρέπει να υποκρινόμαστε ότι δεν είχαμε την ικανότητα να διακρίνουμε ορισμένα τουλάχιστον στοιχεία της.
Στην εποχή μας όμως ο κόσμος σαρώθηκε από τα είδωλα της προόδου, το κριτήριο ήταν η ενόχληση του εγώ. Ό,τι ενοχλούσε το εγώ έπρεπε να απορριφθεί. Ό,τι δεν ήταν άμεσα χειροπιαστό έπρεπε να εγκαταλειφθεί. Ό,τι δεν ικανοποιούσε την επιθυμία ήταν ουτοπία και έξω από τα άμεσα ενδιαφέροντα. Έτσι χτίστηκαν τα τείχη μιας τεράστιας φυλακής, μέσα στην οποία η ελευθερία είναι αδιανόητη και σήμερα καλούμαστε όχι μόνον να σπάσουμε τα τείχη της φυλακής αλλά και να οραματιστούμε το πεδίο της ελευθερίας μας, τις αρχές που θα το διέπουν και την ευθύνη μας να το κρατήσουμε ζωντανό.
Ιωάννα Μουτσοπούλου
Μέλος της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ
17/4/2018
[i] Ειρήνη και Αφοπλισμός, Ιωάννα Μουτσοπούλου,………………………………