Το όραμα και η ορθή πράξη ως αναγκαία στοιχεία της δημοκρατίας
Σε προηγούμενο άρθρο μας αναφέραμε ότι η συμμετοχή των πολιτών στη διακυβέρνηση και η ποιότητα των αποφάσεων είναι τα δύο θεμελιώδη κριτήρια της δημοκρατίας. Το πρώτο αποτελεί ένα οργανωτικό στοιχείο μέσω του οποίου εκφράζεται η δημοκρατία και το δεύτερο εκφράζει το υποκειμενικό στοιχείο της δημοκρατίας. Η συμμετοχή στη διακυβέρνηση είναι ένα σημαντικό στοιχείο που έχει εκτιμηθεί από αρκετούς ως τέτοιο. Όμως η ποιότητα των πολιτικών αποφάσεων έχει υποστεί μικρή έρευνα και κριτική όσον αφορά τη φύση της και τη σχέση της με τη δημοκρατία – κρίνεται μόνον το εκάστοτε συγκεκριμένο περιεχόμενό τους εκ του αποτελέσματός του και όχι η φύση και η επιρροή της ποιότητας καθεαυτής στη δημοκρατία.
Είναι, άραγε, αρκετό για την ύπαρξη δημοκρατίας η συμμετοχή του λαού στη διακυβέρνηση (με όποιον τρόπο έχει καθοριστεί αυτή); Σε ύπαρξη ομοφωνίας η δημοκρατία θα ήταν εξασφαλισμένη;
Πιστεύουμε πως όχι. Αυτά τα στοιχεία δεν επαρκούν για να θεμελιώσουν τη δημοκρατία. Είναι απολύτως αναγκαία αλλά όχι επαρκή για τον ορισμό της.
Εδώ πρέπει να κάνουμε μία αρχική παραδοχή: Η δημοκρατία είναι δύσκολο πολίτευμα και σχετίζεται άρρηκτα με το επίπεδο συνείδησης τόσο των ατόμων όσο και της συλλογικότητας. Αυτό το πεδίο είναι και το πεδίο των δυσχερειών του ανθρώπου: οι σχέσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν τόσο τη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον όσο και με τον ίδιο τον εαυτό του.
Για να καθοριστούν, επομένως, πληρέστερα κριτήρια, πρέπει να αποβλέψουμε, όσο μας είναι δυνατόν, στον σκοπό της δημοκρατίας και τη φύση του δήμου ή της συλλογικότητας. Θα ανακαλύψουμε τότε ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο αυτονόητα, ούτε τόσο εύκολα προσδιορίσιμα, ούτε τόσο εύκολα πραγματοποιήσιμα στην πολιτική πράξη. Όπως έχουμε αναλύσει σε προηγούμενα άρθρα μας, η ανθρώπινη συνείδηση είναι ο μοχλός της ιστορίας και η πηγή του κοινωνικού γίγνεσθαι. Αυτό σημαίνει ότι στα πάντα εμπλέκονται το Κίνητρο, η Θεωρία και η Πράξη. Το κίνητρο σχετίζεται με το Όραμα ή Σκοπό, η θεωρία είναι η ερμηνεία και η προσαρμογή του οράματος στις υπάρχουσες δυνατότητες, και η πράξη είναι η ολοκλήρωση της διαδικασίας με την δράση για την οργάνωση της κατάλληλης και αναγκαίας κοινωνικής μορφής. Η κινητήρια όμως αιτία αυτής της αλυσίδας είναι το κίνητρο που είναι το υποκειμενικό στοιχείο, η συνείδηση. Στο πεδίο του κινήτρου υπάρχουν οι θεμελιώδεις ατέλειες και τα εμπόδια για όλες τις κοινωνικές προσπάθειες. Ατέλειες συναντώνται και έπειτα, στη θεωρία και την πράξη, αλλά αυτές είναι δευτερεύουσες και σχετίζονται με τη δυνατότητα κατανόησης και όχι με τη βούληση καθεαυτήν.
Μερικές λίγες φορές η θεωρία και η πράξη συντονίζονται με το κίνητρο, αλλά πολύ συχνότερα η θεωρία είναι διαφορετική και καλύτερη, ενώ η πράξη είναι αυτή που δείχνει το κρυμμένο αρνητικό κίνητρο. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση η θεωρία αποτελεί έναν παραπλανητικό λόγο, μία ετικέτα, με σκοπό να κρύψει το σαθρό κίνητρο και να δικαιολογήσει τη σαθρή πράξη.
Φυσικά, το κίνητρο μπορεί να είναι υποσυνείδητο, δηλαδή ο άνθρωπος να δικαιολογείται ακόμη και στον εαυτό του, όπως π.χ. αν είναι φανατικός. Αλλά στην πλειονότητα των περιπτώσεων στο επίπεδο της πολιτικής πιστεύουμε ότι το αρνητικό κίνητρο είναι συνειδητό.
Δύο περιπτώσεις μπορούμε να διακρίνουμε στο επίπεδο της ποιότητας:
α)Να υπάρχει η δημοκρατική ποιότητα (το ορθό κίνητρο) χωρίς όμως την αναγκαία οργανωμένη μορφή έκφρασης, όπως θα συνέβαινε αν ένας ηγέτης έξω από την τυπική δημοκρατία βοηθούσε την πρόοδο του λαού του – και δεν εννοούμε την υλική πρόοδο, αλλά κυρίως την πνευματική πρόοδο που θα τον καθιστούσε σταδιακά αυτεξούσιο και κατάλληλο για τη μελλοντική δημοκρατία. Σε αυτή την περίπτωση ο εξυπηρετούμενος σκοπός ωφελεί τη δημοκρατία, δηλαδή την πρόοδο της συλλογικής συνείδησης του ατόμου και του πλήθους. Σε αυτό πρέπει να είμαστε γενναιόδωροι και όχι τυπολάτρες, γιατί έτσι θα παραγνωρίσουμε σπουδαίες μορφές της ιστορίας και δεν έχουμε τέτοια πολυτέλεια, μια και είναι τόσο σπάνιες.
β)Να υπάρχει μία δημοκρατική μορφή οργάνωσης αλλά οι αποφάσεις να αποτελούν το κατακάθι της συλλογικής συνείδησης, δηλαδή οι αποφάσεις να είναι εχθρικές ενάντια σε άλλες συλλογικότητες και στον εαυτό της, δηλαδή ιδιοτελείς. Αυτό το δεύτερο ισχύει και για την λεγόμενη αντιπροσωπευτική δημοκρατία, όπου ούτε καν η αντιπροσώπευση δεν είναι αληθινή, επειδή ο δεσμός της αντιπροσώπευσης έχει σπάσει προ πολλού και οι λαμβανόμενες αποφάσεις δεν αποβλέπουν σε όφελος της συλλογικότητας ούτε κατά το υλικό μέρος της διαβίωσής της ούτε κατά κύριο λόγο κατά το πνευματικό. Αλλά ακόμη και αν πάρουμε σαν κριτήριο μόνον μία σοβαρή λαϊκή συμμετοχή στις αποφάσεις (αφήνοντας απέξω την αντιπροσώπευση), θα είμαστε και πάλι αναγκασμένοι να ερευνήσουμε τις αποφάσεις και την ποιοτική κατεύθυνσή τους.
Η πραγματική δημοκρατία απαιτεί και δημοκρατικό κίνητρο και δημοκρατική διαδικασία.
Αν το δημοκρατικό κίνητρο απουσιάζει, τότε τα πράγματα θα οδηγηθούν αργά ή γρήγορα σε καταστροφή, όπως συνέβη και με την αντιπροσώπευση, που δεν εξασφάλισε την εκπροσώπηση του λαού και η τυπική μορφή αποδείχθηκε πλήρως ανίκανη για κάτι τέτοιο και έγινε απλώς ένας ακόμη φορέας εξουσίας.
Ποιο είναι όμως το δημοκρατικό κίνητρο; Δεν είναι αυτό που αποβλέπει απλώς στη συμμετοχή των πολλών στη διακυβέρνηση, δηλαδή στην εξασφάλιση του τυπικού στοιχείου. Είναι κάτι βαθύτερο και σημαντικότερο: είναι η βούληση να καλλιεργηθεί η συλλογική συνείδηση και να πραγματωθεί τόσο ως αυτοπραγμάτωση των ατόμων όσο και ως αυτοπραγμάτωση της συλλογικότητας. Αυτά βεβαίως ακούγονται αόριστα, αλλά δεν είναι. Αυτή η αυτοπραγμάτωση είναι αυτό που επιχειρείται από όλους ανεξαιρέτως στην καθημερινότητα, έστω και με γελοίους τρόπους όπως είναι η καταξίωση μέσω του χρήματος. Αυτή κρύβεται πίσω από κάθε ανθρώπινη προσπάθεια. Αλλά ο εαυτός, αντί να είναι το πιο οικείο στοιχείο για τον άνθρωπο, έχει καταλήξει να είναι το πιο ξένο γι’ αυτόν. Και αυτό είναι μία κατάντια του πολιτισμού μας.
Βέβαια, το κίνητρο αυτό πρέπει να καλλιεργείται σιγά-σιγά και να ισχυροποιείται, αλλά δεν υπάρχει καν τέτοια τάση προς το παρόν. Γι’ αυτό η δημοκρατικότητα – στον ισχνό βαθμό που υπάρχει μέσα στον άνθρωπο σαν τάση – εξαντλείται στην καταγγελτικότητα εναντίον των ελίτ και των κακώς κειμένων. Η καταγγελτικότητα αυτή αποτελεί για τους περισσότερους το μόνο δημοκρατικό τους καθήκον και, εφ’ όσον εκτελείται, δεν έχουν καμμία άλλη υποχρέωση πλέον. Πέραν αυτής, καμμία σοβαρή σκέψη και στοχασμός ούτε πράξη. Απλώς, αναμένεται ένα θαύμα σε έναν κόσμο που δεν πιστεύει στα θαύματα. Αναμένεται μία σωτήρια ισχύς αντάξια ενός Θεού, ενώ δεν υπάρχει πίστη στον Θεό. Αναμένεται ένας πραγματικός άνθρωπος σαν σωτήρας, ενώ ούτε στον άνθρωπο υπάρχει πίστη. Αυτό όλο είναι το αποτέλεσμα ενός ιδιότυπου θανάτου, του θανάτου της βούλησης και της συνείδησης.
Παρ’ όλα αυτά όμως, πρέπει να συμπληρώσουμε και ένα άλλο σημαντικό στοιχείο: Η ίδια η λαϊκή συμμετοχή στη διακυβέρνηση είναι ένα τρομερά σημαντικό βήμα που δεν πρέπει να υποτιμήσουμε. Και, για να καθιερωθεί, σίγουρα θα πρέπει να προϋπάρξουν θετικά βήματα ατομικά και κοινωνικά. Αλλά, απλώς, δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι χωρίς ορθό κίνητρο, σε μήκος χρόνου, θα αποδειχθεί ανεπαρκής, όπως συνέβη με όλους τους θεσμούς. Αυτό συμβαίνει, επειδή οι θεσμοί δεν είναι αυτόνομα όντα όπως είναι ο άνθρωπος, αλλά χρειάζονται την προστασία του ανθρώπου για να διατηρηθούν και να λειτουργήσουν πραγματικά. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι υπάρχει πάντοτε σαν δυνατότητα και η συλλογική ιδιοτέλεια, όπου το άτομο “υποχωρεί” μεν μπροστά στη συλλογικότητα, αλλά την μετατρέπει σε ατομιστική συλλογικότητα, όπως είναι ο εθνικισμός-σωβινισμός ή ο θρησκευτικός σωβινισμός κ.ά. Και η συλλογική ιδιοτέλεια είναι χειρότερη της ατομικής. Τότε η συλλογικότητα συλλέγει μέσα της όλους τους ατομισμούς, αντί να αποτελεί το τέλος του ατομισμού και τη δόξα τόσο του ατόμου όσο και της ίδιας της συλλογικότητας, γιατί μόνον τότε αυτές οι φαινομενικές αντιφάσεις (άτομο και συλλογικότητα) θα πάψουν να φαίνονται ως τέτοιες και θα βρουν τη θέση που τους πρέπει.
Ιωάννα Μουτσοπούλου
Μέλος της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ
21/11/2017
ΦΩΤΟ : wikiart.org