Αγεφύρωτο το χάσμα Καταλονίας-Ισπανίας: Αγωνία σε όλη την Ευρώπη
Οι Καταλανοί αποσχιστές δεν θα μπορούσαν να βρουν καλύτερο πολιτικό χορηγό από τον Ισπανό πρωθυπουργό. Οι τηλεοπτικές εικόνες με την ωμή και μαζική αστυνομική βία εναντίον πολιτών, που κατ’ ουδένα τρόπο προκαλούσαν, έχει μετατρέψει την πολιτική επίδειξη ισχύος του Ραχόι σε πολιτικό μπούμεραγκ. Μετά τους 850 περίπου τραυματίες και τα όσα άμεσα ή έμμεσα έζησαν οι Καταλανοί κατά πάσα πιθανότητα έχουν εξωθηθεί προς την κατεύθυνση της απόσχισης. Κι αυτό δεν αφορά όσους ήταν ήδη σ’ αυτή την κατεύθυνση, αλλά τους άλλους, οι οποίοι υποστήριζαν την παραμονή με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην Ισπανία.
Αν και καμία κυβέρνηση στην Ευρώπη δεν είχε υποστηρίξει το αποσχιστικό δημοψήφισμα (με την αναμενόμενη εξαίρεση της Σκωτίας), οι εικόνες της βίας έχουν δημιουργήσει ένα κλίμα συμπάθειας για τους Καταλανούς σ’ όλη τη Γηραιά Ήπειρο και αντιστρόφως ένα κύμα επικρίσεων για τη στάση της ισπανικής κυβέρνησης. Η αλήθεια είναι ότι ο Ραχόι αποδείχθηκε αντάξιος απόγονος της φρανκικής παράδοσης.
Μπορεί η δήλωσή του να είναι γεμάτη από επικλήσεις στο Κράτος Δικαίου, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι με την επιλογή του δημιούργησε ένα ρήγμα μεταξύ Ισπανίας και Καταλονίας, το οποίο είναι από εξαιρετικά δύσκολο έως απίθανο να κλείσει. Από πολιτικής απόψεως, αυτό που συνέβη την Κυριακή του δημοψηφίσματος, ήταν αυτό που ακριβώς έλειπε από το αποσχιστικό κίνημα για να κυριαρχήσει πολιτικά και να δημιουργήσει τετελεσμένο.
Οι δημοσκοπήσεις έδειχναν πως οι υποστηρικτές της ανεξαρτητοποίησης είχαν μεν πληθύνει τα τελευταία χρόνια, αλλά δεν είχαν φθάσει στο σημείο να αποτελούν πλειοψηφικό ρεύμα. Για την ακρίβεια, ήταν μεν αθροιστικά πλειοψηφία στην τοπική πολιτική σκηνή, αλλά όσον αφορά το επίμαχο ζήτημα της ανεξαρτητοποίησης, το ποσοστό κυμαινόταν λίγο πάνω από το 40% και μάλιστα υπό όρους. Το φαινόμενο αυτό, άλλωστε, το έχουμε δει στη Σκωτία.
Ο δημοκρατικός χειρισμός, μάλιστα, του επίσης συντηρητικού Κάμερον στην υπόθεση του σκωτικού δημοψηφίσματος υπογραμμίζει αρνητικά τη ροπή προς την επίδειξη ισχύος και ταυτοχρόνως την πολιτική τυφλότητα του Ραχόι. Η χρήση της μαζικής και ωμής βίας, άλλωστε, δεν είναι το πρώτο πολιτικό λάθος της ισπανικής Δεξιάς.
Το αποσχιστικό κίνημα στην Καταλονία παραδοσιακά είχε λαϊκή υποστήριξη που κυμαινόταν περίπου στο 25%. Άρχισε να κερδίζει κάποιο έδαφος στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν η τότε δεξιά κυβέρνηση Αθνάρ είχε λάβει μέτρα προς την κατεύθυνση συγκέντρωσης των κρατικών εξουσιών στη Μαδρίτη. Όταν ανήλθαν στην εξουσία οι Σοσιαλιστές του Θαπατέρο συμφωνήθηκε ένα πλαίσιο αυτονομίας της Καταλονίας, το οποίο επικυρώθηκε και από την ισπανική Βουλή και με δημοψήφισμα από τους Καταλανούς.
Με προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο και πολιτικά ελέγχει, η Δεξιά ακύρωσε αυτή τη συμφωνία το 2010, αναζωπυρώνοντας εξ αντιδιαστολής το αυτονομιστικό κίνημα. Η οικονομική κρίση το τροφοδότησε περαιτέρω, με αποτέλεσμα η γιγαντιαία διαδήλωση του 2012 να εγγράψει στην ατζέντα τη διεκδίκηση της ανεξαρτησίας.
Έτσι φθάσαμε στην απόφαση του περιφερειακού Κοινοβουλίου της Καταλονίας (6 Σεπτεμβρίου), όπου πλειοψηφεί το μέτωπο των υποστηρικτών της απόσχισης, να προκηρύξει το δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου. Οπλισμένη θεσμικά με την απόφαση του ισπανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου να το κηρύξει παράνομο, η κυβέρνηση Ραχόι έστειλε ισχυρές δυνάμεις ασφαλείας για να εμποδίσει τη διεξαγωγή του.
Πολιτικά απομονωμένοι από την ΕΕ και μη διαθέτοντας μία ισχυρή πλειοψηφία υπέρ της ανεξαρτητοποίησης, οι Καταλανοί αποσχιστές είχαν περιέλθει αντικειμενικά σε μειονεκτική θέση. Εάν το δημοψήφισμα είχε πραγματοποιηθεί χωρίς αναγνώριση, αλλά και χωρίς εμπόδια, πιθανότατα οι αποσχιστές δεν θα συγκέντρωνε πλειοψηφία. Ακόμα και εάν συγκέντρωνε, αυτή θα ήταν οριακή και ως εκ τούτου όχι μόνο νομικά ευάλωτη, αλλά και πολιτικά αδύναμη για να οδηγήσει στην ανεξαρτησία.
Σήμερα, όμως, μετά από το κύμα της ωμής αστυνομικής βίας, το κλίμα έχει αλλάξει και στον πληθυσμό της Καταλονίας και στη διεθνή κοινή γνώμη. Προφανώς, το πραγματοποιηθέν δημοψήφισμα δεν έχει τα αναγκαία εχέγγυα νομιμότητας και ούτε μπορεί να χαρακτηρισθεί αδιάβλητο. Όσον αφορά το ζήτημα της νομιμότητας, υπάρχουν δύο νομιμότητες και σε τέτοιες περιπτώσεις τη λύση δίνει η πολιτική και ο συσχετισμός δυνάμεων. Όσον αφορά το αδιάβλητο, την ευθύνη δεν φέρει η τοπική κυβέρνηση, αλλά η κυβέρνηση Ραχόι που εμπόδισε βίαια τη διαδικασία.
Ως εκ τούτων, το πάνω από 90% αποτέλεσμα υπέρ της ανεξαρτησίας με συμμετοχή 42,3% έχει αποκλειστικά πολιτική κι όχι νομική βαρύτητα. Στο σημείο που έχουν φθάσει πλέον τα πράγματα, δεν υπάρχουν πολλές επιλογές ούτε για τη Βαρκελώνη, ούτε για τη Μαδρίτη. Είναι αξιοσημείωτο ότι κυριαρχεί πλέον η τάση για μονομερή κήρυξη ανεξαρτησίας από το τοπικό Κοινοβούλιο. Μία τέτοια κίνηση θα καταστήσει το χάσμα με τη Μαδρίτη οριστικά αγεφύρωτο.
Με δεδομένη τη στάση της, η κυβέρνηση Ραχόι δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να επιχειρήσει με κάθε τρόπο να “πνίξει” την Καταλονία. Δεν αποκλείεται και η περαιτέρω χρήση βίας για την ανατροπή της τοπικής κυβέρνησης και του τοπικού Κοινοβουλίου. Η τάση της είναι αυτή, αλλά πολλά θα εξαρτηθούν από τη στάση της ΕΕ.
Αρκετές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις φοβούνται μήπως η ανεξαρτητοποίηση της Καταλονίας προκαλέσει ντόμινο και ενεργοποιήσει υφιστάμενα ρήγματα και αποσχιστικά κινήματα όχι μόνο στην Ισπανία (Βάσκοι, Γαλικία) αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Γι’ αυτό και δεν πρόκειται να αποδεχθούν την κήρυξη ανεξαρτησίας εκ μέρους της Καταλονίας. Από την άλλη πλευρά, όμως, θα υποχρεωθούν να αντιδράσουν εάν η Ισπανία λειτουργήσει ως δύναμη κατοχής στην Καταλονία.
Πάντως, εάν οι Καταλανοί προχωρήσουν παρά τις αντιδράσεις της ισπανικής κυβέρνησης, εάν καταφέρουν να δημιουργήσουν τετελεσμένο και να επιβιώσουν, η ΕΕ δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να παρέμβει. Αρχικά θα παρέμβει με σκοπό την ανεύρεση ενός συμβιβασμού μεταξύ Μαδρίτης και Βαρκελώνης. Εάν αυτός δεν καταστεί δυνατός, στη συνέχεια θα υποχρεωθεί να διαπραγματευθεί με την Καταλονία τη μεταξύ τους σχέση.
protothema