Οι απαντήσεις στο μάθημα των Αρχαίων από το Ειδικό Φροντιστήριο στην Ελληνική Γλώσσα Ε.Σόλια (video)
Με τις εξετάσεις μαθημάτων προσανατολισμού συνεχίστηκαν σήμερα Παρασκευή, οι Πανελλήνιες εξετάσεις για τους υποψηφίους των γενικών Λυκείων. Οι υποψήφιοι που έχουν επιλέξει την ομάδα προσανατολισμού Ανθρωπιστικών Σπουδών, εξετάστηκαν στο μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών. Το tvstar.gr σας παρουσιάζει τις απαντήσεις των θεμάτων στο μάθημα των Αρχαίων σε συνεργασία με το Ειδικό Φροντιστήριο στην Ελληνική Γλώσσα της Ειρήνης Σόλια.
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ:
Διδαγμένο Κείμενο
A1. Στις άλλες δηλαδή ικανότητες, όπως ακριβώς εσύ λες, εάν κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι ικανός αυλητής, ή (ικανός) σε οποιαδήποτε άλλη τέχνη, στην οποία δεν είναι, τον περιγελούν ή αγανακτούν, και οι συγγενείς του τον πλησιάζουν και τον συμβουλεύουν με τη σκέψη ότι είναι τρελός˙ στη δικαιοσύνη όμως και στην άλλη πολιτική αρετή, και αν ακόμα γνωρίζουν για κάποιον ότι είναι άδικος, αν αυτός ο ίδιος λέει την αλήθεια εναντίον του εαυτού του μπροστά σε πολλούς, πράγμα το οποίο στην πρώτη περίπτωση θεωρούσαν ότι είναι σωφροσύνη, το να λέει δηλαδή κανείς την αλήθεια, σ’ αυτή την περίπτωση (το θεωρούν) τρέλα, και ισχυρίζονται ότι όλοι πρέπει να λένε ότι είναι δίκαιοι, είτε είναι είτε όχι, διαφορετικά (ισχυρίζονται) ότι είναι τρελός αυτός που δεν προσποιείται ότι κατέχει τη δικαιοσύνη˙ γιατί, κατά τη γνώμη τους, είναι αναγκαίο ο καθένας να μετέχει με οποιονδήποτε τρόπο σ’ αυτή, διαφορετικά (είναι αναγκαίο) να μη συγκαταλέγεται ανάμεσα στους ανθρώπους.
B1. Η φράση αυτή αποτελεί την αποδεικτέα θέση για την καθολικότητα της αρετής, ότι όλοι δηλαδή οι άνθρωποι έχουν μερίδιο σ’ αυτή. Ο Σωκράτης, στο επιχείρημα για τους ειδικούς που συμβουλεύουν σε ειδικά θέματα σε αντίθεση με την πολιτική, για την οποία όλοι αδιακρίτως έχουν λόγο, αφήνει να νοηθεί ότι για την πολιτική μιλούν όλοι, γιατί ισχύει η καθολικότητα της πολιτικής αρετής ως κοινής ιδιότητας όλων των ανθρώπων. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι στα συστατικά της πολιτικής αρετής ο Πρωταγόρας προσθέτει εδώ και τη δικαιοσύνη. Στο τέλος του κεφαλαίου θα προσθέσει, επίσης, την ευσέβεια. Ο Πρωταγόρας για να αποδείξει τη θέση του για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής προβαίνει στη συγκριτική εξέταση δύο παραδειγμάτων από την αθηναϊκή κοινωνία. Το πρώτο αναφέρεται στη στάση της κοινής γνώμης απέναντι στους ειδικούς σε έναν τεχνικό τομέα, εδώ σε έναν αυλητή, και το δεύτερο στη στάση της κοινής γνώμης απέναντι στον πολίτη και στη σχέση του με τη δικαιοσύνη. Η διαφορετική στάση της κοινής γνώμης στη μια και στην άλλη περίπτωση είναι για τον Πρωταγόρα επαρκής λόγος για να πείσει τον Σωκράτη και το ακροατήριό του για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής.
Τα παραδείγματα που τεκμηριώνουν την αποδεικτέα θέση:
1ο παράδειγμα: «Ἐν γὰρ ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς, ὥσπερ σὺ λέγεις, ἐάν τις φῇ ἀγαθὸς αὐλητὴς εἶναι, ἢ ἄλλην ἡντινοῦν τέχνην ἣν μή ἐστιν, ἢ καταγελῶσιν ἢ χαλεπαίνουσιν, καὶ οἱ οἰκεῖοι προσιόντες νουθετοῦσιν ὡς μαινόμενον˙» Η αρετή, εδώ, δεν έχει ηθικό περιεχόμενο, αλλά αποδίδει την ικανότητα και τις γνώσεις σε έναν ειδικό τομέα. Η κοινή γνώμη των Αθηναίων, απορρίπτει αυστηρά όποιον ισχυρίζεται ότι έχει ειδικές γνώσεις, ενώ δεν έχει, δηλαδή όποιον δεν διαθέτει τη στοιχειώδη αυτογνωσία για το τι γνωρίζει και τι είναι. Όσον αφορά, λοιπόν, την ικανότητα ή τις γνώσεις σε κάποια τέχνη, επαινείται το να λέει κανείς την αλήθεια. Διαφορετικά, καταδικάζεται στη συνείδηση της κοινής γνώμης.
2ο παράδειγμα: «ἐν δὲ δικαιοσύνῃ καὶ ἐν τῇ ἄλλῃ πολιτικῇ ἀρετῇ, ἐάν τινα καὶ εἰδῶσιν ὅτι ἄδικός ἐστιν, ἐὰν οὗτος αὐτὸς καθ’ αὑτοῦ τἀληθῆ λέγῃ ἐναντίον πολλῶν, ὃ ἐκεῖ σωφροσύνην ἡγοῦντο εἶναι, τἀληθῆ λέγειν, ἐνταῦθα μανίαν …» Αντίθετα, όσον αφορά τη δικαιοσύνη (και την πολιτική αρετή γενικότερα), θεωρείται σωστό το να λένε όλοι ότι είναι δίκαιοι, ακόμα κι αν δεν είναι. Η κοινή γνώμη αποδέχεται ότι ο καθένας είτε είναι δίκαιος είτε όχι πρέπει να υποστηρίζει ότι είναι ή να φαίνεται δίκαιος. Όποιος αποκλίνει από τη στάση αυτή, δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτός ως μέλος της κοινωνίας. Φαίνεται εδραιωμένη η αντίληψη ότι η κοινωνική συνύπαρξη των ανθρώπων δεν συμφωνεί με την αδικία, η οποία απειλεί με διάσπαση τη συνοχή της κοινωνίας, και ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που τουλάχιστον δεν καταφάσκει στη δικαιοσύνη.
Β2. Κατά τον Πρωταγόρα όποιος δέχεται ότι δεν κατέχει τη δικαιοσύνη και την άλλη πολιτική αρετή θεωρείται τρελός. Ειδικότερα, το σκεπτικό του Πρωταγόρα μπορεί να ερμηνευθεί και ως εξής:
α) ακόμα κι ένας άδικος είναι σε θέση να διακρίνει τη δίκαιη από την άδικη πράξη. Αυτό σημαίνει ότι έχει μέσα του κάποια στοιχεία δικαιοσύνης, που όμως δεν έχουν καλλιεργηθεί επαρκώς, ώστε να τον αποτρέψουν από τη διάπραξη της αδικίας. Άρα, δεν θα πει αλήθεια, αν ισχυριστεί ότι είναι άδικος.
β) το να ομολογεί κάποιος δημόσια την αλήθεια, ότι δηλαδή είναι άδικος, θεωρείται παραφροσύνη, διότι:
• θα υποστεί ποινές,
• θα αμαυρωθεί η δημόσια εικόνα του.
Κανένας λογικός άνθρωπος δεν θέλει να του συμβεί κάτι τέτοιο. Ο Πρωταγόρας φαίνεται να διεισδύει στη νοοτροπία των ανθρώπων και να παρατηρεί ότι δεν τους ενδιαφέρει το τι πρέπει ή είναι σωστό να κάνουν, αλλά το τι τους συμφέρει να κάνουν. Επίσης, δεν τους ενδιαφέρει η πραγματική τους εικόνα (το εἶναι), όσο η εικόνα που συνάδει με τα προβαλλόμενα κοινωνικά πρότυπα και το κοινώς αποδεκτό σύστημα αξιών (το φαίνεσθαι). Συνεπώς, η κοινωνική ηθική και το συμβατικό αίσθημα δικαίου αφορά (και πρέπει να αφορά) όλους τους ανθρώπους, διαφορετικά θέτουν τον εαυτό τους έξω από την κοινωνία και υφίστανται ό,τι συνεπάγεται αυτό.
Β3. Ο Σωκράτης στο μεταφρασμένο απόσπασμα παρουσιάζει ότι πολιτική αρετή καθορίζει τη συμπεριφορά και τις αντιλήψεις των ανθρώπων στο δημόσιο βίο χωρίς να την έχουν διδαχτεί από κάπου.
Οι Αθηναίοι, που –κατά γενική ομολογία- είναι σοφοί, όταν συζητούν στην Εκκλησία του Δήμου, για θέματα που απαιτούν ιδιαίτερη τεχνογνωσία (οικοδομική, ναυπηγική κλπ), θεωρούν σωστό να δέχονται τη γνώμη μόνο των ειδικών /τεχνικών (των οικοδόμων, των ναυπηγών κλπ), γιατί μόνο αυτοί έχουν διδαχθεί και κατέχουν τις απαραίτητες γνώσεις. Μάλιστα, αν κάποιος μη ειδικός επιχειρήσει να εκφράσει τη γνώμη του για τα θέματα αυτά, τον αποδοκιμάζουν και τον διώχνουν.
Αντίθετα, όταν γίνεται λόγος για θέματα που αφορούν τη διοίκηση της πόλης (πολιτικά ζητήματα), δέχονται τη συμβουλή οποιουδήποτε πολίτη ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής, γιατί θεωρούν πως όλοι οι πολίτες έχουν πολιτική αρετή (εφόσον είναι πολίτες) χωρίς να την έχουν διδαχτεί από πουθενά.
Με την ολοκλήρωση του μύθου, ο Πρωταγόρας διατυπώνει τα συμπεράσματά του, απαντώντας στην αντίρρηση του Σωκράτη για το διδακτό της αρετής, χρησιμοποιώντας το επιχείρημα ότι οι Αθηναίοι δέχονται τη γνώμη όλων των πολιτών όταν συζητούν πολιτικά ζητήματα (ενότητα 1). Ο σοφιστής επαναλαμβάνει εδώ τις διαπιστώσεις του Σωκράτη («Οὕτω δή, ὦ Σώκρατες, … ἀνέχονται») και τις αποδέχεται ως ορθές και εύλογες («εἰκότως ὡς ἐγώ φημί»… «εἰκότως ἅπαντος ἀνδρὸς ἀνέχονται»), αλλά τις ερμηνεύει με διαφορετικό τρόπο, καταλήγοντας στη θέση ότι η πολιτική αρετή είναι διδακτή. Τη θέση, άλλωστε, αυτή είχε υποστηρίξει στην ενότητα 1, όταν παρουσίασε ως αντικείμενο της διδασκαλίας του την εὐβουλία . Τα συμπεράσματα που διατυπώνει εδώ ο Πρωταγόρας με βάση το μύθο είναι αναλυτικότερα τα εξής:
α) Ορθώς οι Αθηναίοι («εἰκότως ὡς ἐγώ φημί») όταν συζητούν ζητήματα τεχνικά («ὅταν μὲν περὶ ἀρετῆς τεκτονικῆς ᾖ λόγος ἢ ἄλλης τινὸς δημιουργικῆς»), επιτρέπουν μόνο στους ειδικούς να εκφέρουν γνώμη γι’ αυτά («ὀλίγοις οἴονται μετεῖναι συμβουλῆς, καὶ ἐάν τις ἐκτὸς ὢν τῶν ὀλίγων συμβουλεύῃ, οὐκ ἀνέχονται»). Κι αυτό γιατί, όπως έδειξε ο μύθος, στις τεχνικές γνώσεις δεν υπάρχει καθολικότητα αλλά καταμερισμός : δεν δόθηκαν σε όλους τους ανθρώπους, αλλά ένας που κατέχει μία τέχνη μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες πολλών συμπολιτών του.
β) Επίσης ορθώς οι Αθηναίοι όταν συζητούν πολιτικά ζητήματα («ὅταν δὲ εἰς συμβουλὴν πολιτικῆς ἀρετῆς ἴωσιν») δέχονται τη γνώμη όλων των πολιτών («εἰκότως ἅπαντος ἀνδρὸς ἀνέχονται»), γιατί θεωρούν ότι όλοι οι πολίτες είναι αναγκαίο να μετέχουν της πολιτικής αρετής («ὡς παντὶ προσῆκον ταύτης γε μετέχειν τῆς ἀρετῆς»). Αποδέχεται δηλαδή την καθολικότητα της πολιτικής αρετής, επισημαίνοντας ότι είναι η αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη πόλεων, οργανωμένων κοινωνιών («ἢ μὴ εἶναι πόλεις»).
γ) Η αναγκαιότητα και η καθολικότητα της πολιτικής αρετής δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτή δεν είναι διδακτή, όπως υποστήριξε ο Σωκράτης, αλλά, αντίθετα, ότι είναι διδακτή. Κι αυτό, γιατί η δίκη και η αιδώς –και άρα η πολιτική αρετή- δεν είναι έμφυτες στον άνθρωπο, αλλά, όπως δείχνει ο μύθος, του δόθηκαν σε μεταγενέστερο και ανώτερο εξελικτικό στάδιο και όχι από την αρχή της δημιουργίας του ως ηθικές δυνατότητες, ηθικές καταβολές («δυνάμει»). Για να γίνουν αυτές κτήμα του και να κατακτήσει την πολιτική αρετή («ἐνεργείᾳ») πρέπει ο άνθρωπος να καταβάλει επίπονο αγώνα. Ο άνθρωπος, δηλαδή, δεν γεννιέται με την πολιτική αρετή, αλλά έχει τη δυνατότητα να την καλλιεργήσει και να την αποκτήσει με τη διδασκαλία και την προσωπική του προσπάθεια. Στη διδασκαλία της πολιτικής αρετής συντελούν οι φορείς της αγωγής αλλά και η ίδια η πόλη με τους νόμους και τις ποινές («κτείνειν ὡς νόσον πόλεως»). Τις απόψεις αυτές ο Πρωταγόρας θα επιχειρήσει να αποδείξει με άλλα επιχειρήματα στις επόμενες ενότητες, για να ενισχύσει τη θέση του για το διδακτό της πολιτικής αρετής.
Β4.
α) Σωστό
β)Λάθος
γ)Σωστό
δ)Σωστό
ε)Λάθος
Β5. α)
ιωσιν: εισιτήριο
δεῑ: ένδεια
ἀνέχονται: έξη
ειδωσιν: συνείδηση
β)
• Η αρετή στον πόλεμο ήταν το ιδανικό των Σπαρτιατών.
• Ο λόγος είναι ειδοποιός διαφορά του ανθρώπου από τα ζώα.
• Η δημιουργική αμφισβήτηση αντιτίθεται στον άγονο αρνητισμό.
{pdf=https://tvstar.gr/documents/apanthseis.pdf|100%|900|native}