Μέχρι το ΣτΕ έφτασε η «ΑΓΕΤ Ηρακλής» για να κάνει 229 απολύσεις
Στο Συμβούλιο της Επικρατείας προσέφυγε η «ΑΓΕΤ Ηρακλής» και ζητάει να ακυρωθεί ως αντισυνταγματική, παράνομη, αντίθετη στην Ευρωπαϊκή νομοθεσία και νομολογία όπως και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η από 26.4.2013 απόφαση του υπουργού Εργασίας με την οποία δεν εγκρίθηκαν οι ομαδικές απολύσεις 229 εργαζομένων στο εργοστάσιο της στη Χαλκίδα, μετά τη διακοπή της λειτουργίας του.
Σύμφωνα με την τσιμεντοβιομηχανία (η οποία ανήκει στον πολυεθνικό όμιλο Lafarge και έχει τρία εργοστάσια στη χώρα μας – Αγριά Βόλου, Αλιβέρι Ευβοίας και Χαλκίδα) η άρνηση του υπουργού Εργασίας να εγκρίνει τις ομαδικές απολύσεις 229 εργαζομένων είναι αντίθετη στα άρθρα 5 (επαγγελματική ελευθερία) και 25 (αρχή αναλογικότητας) του Συντάγματος, στην ΕΣΔΑ που προστατεύει με το άρθρο 1 την ιδιοκτησία και στο άρθρο 4 της ευρωπαϊκής οδηγίας 98/59/ΕΚ για τις ομαδικές απολύσεις.
Η εταιρεία αναφέρει ότι το τρίτο δεκαήμερο του Μαρτίου 2013 αποφάσισε την οριστική διακοπή της λειτουργίας του εργοστασίου της Χαλκίδας εξαιτίας της σημαντικής μείωσης του κύκλου εργασιών του κατά τα τελευταία χρόνια και της ανάγκης προσαρμογής της παραγωγικής δυνατότητας της εταιρείας.
Ακόμη, η τσιμεντοβιομηχανία επισημαίνει ότι η διεθνής και ειδικά η ελληνική οικονομική κρίση έχουν προκαλέσει την κατάρρευση του κατασκευαστικού κλάδου και περαιτέρω τη μείωση των πωλήσεων τσιμέντου της εταιρείας, μεταξύ των ετών 2006 και 2012 κατά 79% στην εσωτερική αγορά και κατά 53% στην εξωτερική αγορά. Το εργοστάσιο της Χαλκίδας –πάντα κατά την «ΑΓΕΤ Ηρακλής»- παρουσίασε τη μεγαλύτερη μείωση της παραγωγής (της τάξεως του 90%) μεταξύ όλων των εργοστασίων της εταιρείας, λόγω συγκεκριμένων εγγενών αδυναμιών, όπως είναι: 1) το σημαντικά υψηλότερο κόστος πρώτων υλών σε σύγκριση με τα άλλα δύο εργοστάσια, κάτι που οφείλεται στην ποιότητα του εξορυσσόμενου ασβεστόλιθου από το παρακείμενο λατομείο και στην ύπαρξη μειωμένων αποθεμάτων, 2) στην ανάγκη μεγαλύτερης κατανάλωσης θερμικής και ηλεκτρικής ενέργειας σε σύγκριση με τα άλλα δύο εργοστάσια που οφείλεται στο σχεδιασμό και στις εγκαταστάσεις του, 3) στην αδυναμία πραγματοποίησης εξαγωγών εξαιτίας της μη δυνατότητας προσέγγισης μεγάλων πλοίων στις λιμενικές εγκαταστάσεις του εργοστασίου στη Χαλκίδα και 4) στην συρρίκνωση κατά 80% της αγοράς της Αττικής τα τελευταία χρόνια.
Επίσης, αναφέρει η τσιμεντοβιομηχανία ότι τον περασμένο Μάρτιο ενημέρωσε εγγράφως τους εκπροσώπους των εργαζομένων για την απόφασή της να κλείσει οριστικά το εργοστάσιο της στη Χαλκίδα και τους κάλεσε συγχρόνως εγγράφως σε διαβούλευση, όπως προβλέπει ο νόμος 1387/1983 για τις ομαδικές απολύσεις. Οι εργαζόμενοι δεν ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της «ΑΓΕΤ Ηρακλής», η οποία επανήλθε με νέα πρόσκληση, αλλά χωρίς και πάλι ανταπόκριση.
Με την είσοδο του περασμένου Απριλίου η επίμαχη εταιρεία κάλεσε τρίτη φορά σε διαβούλευση τους εκπροσώπους των εργαζομένων και συγχρόνως τους ενημέρωσε γραπτώς για τις σχεδιαζόμενες απολύσεις. Και πάλι οι εργαζόμενοι δεν προσήλθαν στο τραπέζι της διαβούλευσης. Στη συνέχεια η τσιμεντοβιομηχανία κατέφυγε στον υπουργό Εργασίας, ο οποίος όμως δεν ενέκρινε τις ομαδικές απολύσεις.
Στην προσφυγή της η «ΑΓΕΤ Ηρακλής» υπογραμμίζει ότι η άρνηση του υπουργού Εργασίας αντιβαίνει την ευρωπαϊκή οδηγία 98/59/ΕΚ περί ομαδικών απολύσεων, αλλά και σχετικές αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Παράλληλα, η υπουργική άρνηση παραβιάζει και τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς το σκέλος που αφορά την κυκλοφορία κεφαλαίων, υπογραμμίζει η επίμαχη τσιμεντοβιομηχανία.
Εξάλλου, η «ΑΓΕΤ Ηρακλής» τονίζει ότι η άρνηση του υπουργού Εργασίας να εγκρίνει τις ομαδικές απολύσεις παραβιάζει την ΕΣΔΑ που προστατεύει την περιουσία, καθώς η επιβολή καταβολής μισθών στους εργαζόμενους μιας εκμετάλλευσης που δεν λειτουργεί, θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας της επεμβαίνοντας την ίδια στιγμή στην οικονομική ελευθερία της και την επιχειρηματική δραστηριότητά της.
Όμως, παραβιάζει και το άρθρο 5 του Συντάγματος που προστατεύει την επιχειρηματική ελευθερία, καθώς με την άρνηση του υπουργού Εργασίας , εισάγονται φραγμοί στην οικονομική δραστηριότητα της εταιρείας, καταλήγει η τσιμεντοβιομηχανία στην προσφυγή που κατέθεσε στο ΣτΕ.