Η δικιά μας κοντινή Αμερική (Α’ Μέρος)
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μία χώρα πολύ πιο κοντινή στην Ευρώπη, από αυτή που θέλουν να μας παρουσιάζουν…
Η φτωχοποίηση μεγάλων τμημάτων προς όφελος μικροσκοπικών ελίτ, η πλήρης διάβρωση του πολιτικού συστήματος από τα εταιρικά και χρηματοπιστωτικά συμφέρονται και οι συνεχώς αυξανόμενες ολοκληρωτικές πρακτικές καταστολής και παρακολούθησης επικράτησαν στην χώρα κάποια χρόνια πριν την …θριαμβευτική είσοδό τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Νέα Τάξη Πραγμάτων, όπως έμεινε από ένα ιστορικό λόγο του –τότε- Προέδρου Τζωρτζ Μπους, δεν είχε να κάνει μόνο με τον επαναπροσδιορισμό των ισορροπιών στην εξωτερική πολιτική και την παγκόσμια γεωστρατηγική, στην οποία πλέον υπήρχε χώρος μόνο για τις ΗΠΑ στην κορυφή μετά την πτώση της Ε.Σ.Σ.Δ.
Η Νέα Τάξη αφορούσε και την εφαρμογή νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων σε όλους τους τομείς της παγκόσμιας οικονομίας και φυσικά στην εσωτερική οικονομική και κοινωνική πολιτική των κρατών. Οι Η.Π.Α. έχουν ξεκινήσει αυτή την εσωτερική διαδικασία τουλάχιστον από την εποχή Ρέιγκαν, αν και κατά πολλούς η ακραία νεοφιλελευθεροποίηση της χώρας έχει ξεκινήσει ήδη από την δεκαετία του ’60.
Αν και οι διαφορές στην προσπάθεια επιβολής της Νέας Τάξης Πραγμάτων διαφέρουν σημαντικά στις Η.Π.Α. σε σχέση με την Ευρώπη, τα κοινά είναι μάλλον περισσότερα, κυρίως όσον αφορά τις τελικές επιδιώξεις του μεγάλου κεφαλαίου απέναντι στο εργατικό κίνημα. Η πορεία αυτή προς τη Νέα Τάξη Πραγμάτων έχει κάποιες σταθερούς άξονες-στόχους:
α) την μετατροπή του κράτους στον φορέα ιδιωτικοποίησης πάσης φύσεως αγαθών και υπηρεσιών και τη μετατόπισή του από κύριο παράγοντα οικονομικού προγραμματισμού στο δεξί χέρι ενός νέου πανίσχυρου χρηματοπιστωτικού συστήματος της ελεύθερης αγοράς (και όχι στη διάλυσή του κράτους όπως συχνά αναφέρεται),
β) την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη μείωση του εργατικού κόστους, μέσω της παγκοσμιοποιημένης αγοράς και της κατάρρευσης κάθε είδους προστατευτικών φραγμών, καθώς και της διάλυσης θεμελιωδών βασικών εργασιακών και κοινωνικών κεκτημένων δεκαετιών,
γ) την διάλυση του κράτους πρόνοιας και αντίστοιχων δαπανών κοινωνικής φύσεως σε όποιες Πολιτείες ίσχυε.
Φυσικά για να γίνουν αυτοί οι στόχοι πραγματικότητα έπρεπε να λάβουν χώρα κάποιες διεργασίες που θα μετέτρεπαν τις πλειοψηφίες σε απολίτικη μάζα. Κάποιες από αυτές τις απαιτούμενες διεργασίες ήταν και είναι:
α) ο εκφοβισμός του μέσου πολίτη από τα μίντια,
β) η επιτειδευμένη διαστρέβλωση, παραποίηση ή και απόκρυψη γεγονότων,
γ) η προβολή μιας κοινωνίας αλόγιστης κατανάλωσης και πλήρους ατομικότητας και η κατοχή πλούτου ως μοναδικού μέτρου επιτυχίας,
δ) η κατευθυνόμενη εκπαίδευση (από τις κατώτερες έως τις ανώτερες βαθμίδες της) και
ε) η γενικευμένη καταστολή με πλήρη κατάρρευση των δημοκρατικών ελευθεριών που άλλοτε θεωρούταν δεδομένες.
Μέσα σε 20 χρόνια η ελεύθερη αγορά, με την πλήρη “απελευθέρωση” του χρηματοπιστωτικού τομέα από την κυβέρνηση Κλίντον, το άνοιγμα των αγορών και νέων τεράστιων περιοχών δισεκατομμυρίων εργατικών χεριών, έφερε δραματικές επιπτώσεις στο εργατικό κίνημα ολόκληρου του κόσμου, με τους κατοίκους των Ηνωμένων Πολιτείιών μάλιστα να πληρώνουν βαθύτατα και όσο λίγοι τη Νέα Τάξη Πραγμάτων.
Σύμφωνα με έρευνα του Κογκρέσσου το 2012, το φτωχότερο 50% των κατοίκων, κατείχε μόλις το 1% του συνολικού πλούτου. [1] Μεταξύ του 1973 και του 2006 η αύξηση της παραγωγικότητας στη χώρα ξεπέρασε το 80% αλλά οι μισθοί δεν ανέβηκαν όσον αφορά την πραγματική αγοραστική δύναμη του μέσου Αμερικανού περισσότερο από 1%. Όλο το κέρδος που προέκυψε το καρπώθηκε το περιβόητο «1%», όπως αποκαλείται στις Ηνωμένες Πολιτείες η ανώτερη σούπερ-ελίτ, η ανώτερη εισοδηματική τάξη που βρέθηκε πίσω από τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις των τριών τελευταίων δεκαετιών.
Όπως συμβαίνει σε όλες τις δυτικές κοινωνίες τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες και σε αντίθεση με τα όσα ισχυρίζονται αρκετοί “ιέρακες” της ελεύθερης αγοράς, η οικονομική μεγέθυνση στις ΗΠΑ δεν συνεπάγεται μείωση των φτωχών. Το αντίθετο μάλιστα, καθώς από το 1980 ως το 2005, περισσότερα από τα τέσσερα πέμπτα της συνολικής αύξησης του παραγόμενου πλούτου στη χώρα των Αμερικανών πήγαν στο πλουσιότερο 1% του πληθυσμού. Κατά την οχταετία του «τελευταίου μεγάλου Προέδρου» Μπιλ Κλίντον, το ανώτερο εισοδηματικά 1% συγκέντρωσε το 45% της αύξησης του παραγόμενου πλούτου. Ακόμα καλύτερα πήγαν για το κεφάλαιο τα κέρδη στην επόμενη οχταετία, του Τζορτζ Μπους Τζούνιορ, όταν το 1% καρπώθηκε το 73% της αύξησης του παραγόμενου πλούτου.
Το 2010 εκτιμάται ότι, το πλουσιότερο 1% είχε 225 φορές περισσότερα χρήματα από το μέσο νοικοκυριό, ενώ προ της κρίσης, η αναλογία ήταν 181/1. Το 1960 125/1. Το υψηλότερο εισοδηματικά 1% καρπώνεται το 24% του συνολικού πλούτου, από 10% την δεκαετία του ’50 και του ’60. [2]
Για να θυμηθούμε και επιχειρήματα που ακούμε και εδώ στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη καθημερινά υπό μορφή πολυβόλου από τα καθεστωτικά μίντια, ούτε σεντ από τα απίστευτα αυτά κέρδη υπεραξίας δεν επενδύθηκαν σε καμίας μορφής αναπτυξιακή προσπάθεια.
Οι ΗΠΑ κατέχουν μία από τις χαμηλότερες θέσεις στον παγκόσμιο δείκτη εισοδηματικών ανισοτήτων όντας πίσω από πολλές χώρες του Τρίτου Κόσμου. Η κατάσταση της πάντοτε χαοτικής ανισότητας στη χώρα επιδεινώθηκε σε πρωτοφανή βαθμό τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες και ιδίως με την Νέα Τάξη Πραγμάτων που ήρθε στα πράγματα από τη δεκαετία του ’80 και μετά. Χαρακτηριστικό των αβυσσαλέων διαφορών της αμερικανικής κοινωνίας είναι ότι ακόμα και προ της κρίσης και των τεράστιων κερδών για το μεγάλο κεφάλαιο, η ανισότητα που επικρατούσε στη χώρα, κατέτασσε τις Η.Π.Α. σύμφωνα με τον δείκτη ανισοτήτων Gini στην ίδια κατηγορία με το Εκουαδόρ και το Μεξικό, και χαμηλότερα από τη Νιγηρία και τη Μοζαμβίκη [3].
Η οικονομική κρίση που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ το 2007 για να επεκταθεί σταδιακά και στην Ευρώπη έχει μία βασική δομική διαφορά με την αντίστοιχη του 1929: τότε οι περισσότεροι από τους «έχοντες» είχαν επίσης καταρρεύσει. Αντιθέτως, η τελευταία οικονομική κρίση δούλεψε μόνο για αυτούς, εις βάρος του υπόλοιπου κοινωνικού συνόλου.
Έχει όμως και μία βασική ομοιότητα. Τα χρόνια προ της κρίσης του ’29 το μεγάλο κεφάλαιο είχε συσσωρεύσει στα χέρια του πλούτο ανάλογο του σημερινού, με το ανώτερο 1% να κατέχε ποσοστό άνω του 20% του συνολικού πλούτου, όπως συμβαίνει σήμερα. [4]
Η κατάσταση αυτή όμως, αν και επιδείνωνε συνεχώς το βιοτικό επίπεδο της μεσαίας και κατώτερης τάξης, δεν είχε σημαντικές παρενέργειες και αντιδράσεις για τις ελίτ μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης στα τέλη του 2007. Έκτοτε και μέχρι το 2010 χάθηκαν 11,2 εκατομμύρια θέσεις εργασίας (ήδη υπάρχουσες ή προβλεπόμενες να δημιουργηθούν).
Το πρόβλημα της ανεργίας, έχει δημιουργήσει όπως και στην Ευρώπη, μία στρατιά εκατομμυρίων απελπισμένων, κυρίως νέων. Η συρρικνούμενη εργατική τάξη, αναγκάζεται υπό τον φόβο της ανεργίας να ανέχεται και να υπομένει αδιαμαρτύρητα μειώσεις των μισθών και των εργασιακών της δικαιωμάτων, ενώ οι άνεργοι είναι αδύνατο να διαπραγματευτούν οτιδήποτε μπροστά στην πιθανότητα εύρεσης οποιασδήποτε εργασίας, ιδίως όσο μεγαλώνει χρονικά το διάστημα της ανεργίας τους (το τελευταίο είναι συνήθως αντιστρόφως ανάλογο με διεκδικήσεις σε μελλοντική εύρεση εργασίας). Η περαιτέρω διάσπαση του ήδη πολυδιασπασμένου εργατικού κινήματος υπό τη δαμόκλειο σπάθη της ανεργίας και του τρόμου που αυτή ευλόγως δημιουργεί, αποτελεί το καλύτερα κρυμμένο άσο στο μανίκι του κεφαλαίου, όπως δείχνουν οι εξελίξεις τόσο στις Η.Π.Α. όσο και στην Ευρώπη. Το 2010 αντιστοιχούσαν 6 άνεργοι για κάθε νέα θέση εργασίας, με την κατάσταση να μην έχει βελτιωθεί έκτοτε.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες μάλιστα, στις οποίες η ιδιωτικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης αποτελεί πραγματικότητα εδώ και δεκαετίες, εκατομμύρια είναι οι πτυχιούχοι άνεργοι που βγαίνοντας στην αγορά εργασίας, χρωστούν ήδη πάρα πολλά χρήματα σε τράπεζες, από δάνεια τα οποία πήραν για να καλύψουν τα έξοδα των σπουδών τους. Η τάση αυτή γίνεται τα τελευταία χρόνια προσπάθεια να επεκταθεί και στην Ευρώπη, μέσω της ιδιωτικοποίησης της παιδείας, πράγμα που έχει γίνει ήδη σε άλλα κράτη του κόσμου στα οποία οι ΗΠΑ μπόρεσαν να εφαρμόσουν για καιρό νεοφιλελεύθερα πρότυπα οικονομικής ανάπτυξης, όπως για παράδειγμα η Χιλή.
Το Δεκέμβριο του 2011, 97 εκατομμύρια Αμερικάνοι θεωρούνταν φτωχοί ή πολύ χαμηλού εισοδήματος. Χρόνια παγωμένων μισθών και πτώσης της αγοραστικής δύναμης οδήγησαν στην συρρίκνωση της μεσαίας τάξης, αρκετά χρόνια μάλιστα πριν αυτό αρχίσει να συμβαίνει στα ευρωπαϊκά κράτη.[5]
Εικόνες χιλιάδων ανθρώπων να περιμένουν στα συσσίτια σε παρηκμασμένες πρώην βιομηχανικές μητροπόλεις, όπως το Ντιτρόιτ και η Νέα Υόρκη, σπανίως πάντως βρίσκουν τον χρόνο που τους αρμόζει από τα μεγάλα κορπορατικά μίντια στη χώρα. Η συρρίκνωση της μεσαίας τάξης, πρωτοφανής τις δύο τελευταίες δεκαετίες στην χώρα, απειλεί ευθέως την άρχουσα τάξη, αφού στερεί από τον καθένα το όνειρο του καπιταλισμού, την φιλοδοξία ότι κάποια ημέρα θα καταφέρει και αυτός να γίνει άρχων από αρχόμενος. Εξού και η μεγάλη κοινωνική αναταραχή που αρχίζει να δημιουργείται και στις Η.Π.Α οδηγώντας σε μία σταδιακή ριζοσπαστικοποίηση σημαντικά τμήματα του πληθυσμού, ιδίως μετά την κρίση του 2007-2008.
[1] ΗΠΑ: Το φτωχότερο 50% κατέχει μόλις το 1% του πλούτου, Τvxs, 23 Ιουλίου 2012
[2] Οι εφιαλτικοί αριθμού του αμερικανικού ονείρου, Σόλων 6 Απριλίου 2011 και Center on Budget and Policy Priorities“, 21 Σεπτεμβρίου 2012
[3] Χάρτης GINI Coefficient – Οι εφιαλτικοί αριθμού του αμερικανικού ονείρου, Σόλων 6 Απριλίου 2011
[4] The Crisis – View from Occupied America, William K.Tabb, New Left Forum 2012, Monthly Review Magazine
[5] Associated Press, “Dismal Prospects: 1 in 2 Americans Are Now Poor or Low Income,” 15 Δεκεμβρίου 2011
Φωτό:wikimedia
Άρης Καπαράκης
Συνεργάτης της ΜΚΟ Σόλων
ariskaparakis@gmail.com