Η άμεση αλληλεξάρτηση οικονομικής ανάπτυξης, ανισοτήτων και περιβάλλοντος
Η αλόγιστη οικονομική ανάπτυξη και μεγέθυνση συνεπάγεται συνήθως αύξηση των ανισοτήτων και κατασπατάληση των φυσικών πόρων. Τα στοιχεία της έρευνας που δημοσιοποίησε η οργάνωση Oxfam αφορούν τις 20 μεγαλύτερες οικονομίες, το γνωστό G-20, το οποίο υποβάλλει και πολλές φορές επιβάλλει σε παγκόσμιο επίπεδο τον τρόπο ανάπτυξης.
Η οικονομική μεγέθυνση, οι ανισότητες και ο τρόπος χρησιμοποίησης των φυσικών πόρων αποτελούν τρία δεδομένα εξαιρετικά αλληλένδετα μεταξύ τους, γεγονός που η νεοφιλελεύθερη λογική της ανάπτυξης της τελευταίας 20ετίας αρνείται να κατανοήσει. Μια άρνηση με καταστρεπτικές συνέπειες και στους τρεις τομείς μεμονωμένα.
Η έρευνα με τίτλο “Left Behind the G-20?” που αφορά τα κράτη του G-20 δεν είναι σημαντική μόνο επειδή συνήθως αυτά χαράσσουν την οικονομική πολιτική του πλανήτη, αλλά επειδή στα εδάφη τους φιλοξενούν το 60% του παγκόσμιου πληθυσμού και το 66% της βιοχωρητικότητας της Γης (του συνολικού φυσικού περιβάλλοντος).
Μπορεί στις Συνόδους του G-20 να ακούγονται συνεχή ευχολόγια και αοριστολογίες περί δίκαιης κοινωνικά, αειφορικής και βιώσιμης ανάπτυξης, μπορεί οποιαδήποτε έννοια συνοδεύει την λέξη «πράσινο» να έχει γίνει μόδα, αλλά η πραγματικότητα των μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου δείχνει με τον πλέον δραματικό τρόπο, ότι με ελάχιστες εξαιρέσεις, η οικονομική μεγέθυνση συνεπάγεται μεγάλη αύξηση των οικονομικών ανισοτήτων και εξάντληση του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων.
Τα στοιχεία, τα οποία αφορούν την εικοσαετία 1991-2011 για τον τρόπο ανάπτυξης των κρατών του G-20 είναι ενδεικτικά:
–16 από τις 20 χώρες που ανήκουν στο G-20 είδαν την ανισότητα να αυξάνεται δραματικά. Οι μόνες που μείωσαν την ανισότητα ήταν η Νότια Κορέα, η Αργεντινή, η Βραζιλία και το Μεξικό. Άξιο αναφοράς είναι βέβαια το γεγονός ότι οι τρεις λατινοαμερικανικές χώρες –και ιδίως η Αργεντινή και η Βραζιλία- μόλις τα τελευταία έτη έφυγαν από νεοφιλελεύθερες λογικές ανάπτυξης δεκαετιών, οι οποίες και τις είχαν μετατρέψει ως παράδειγμα προς αποφυγή στον τομέα των ανισοτήτων και οι οποίες τους επιβάλλονταν από σοφούς διεθνείς οργανισμούς και ξένες κυβερνήσεις [1].
–18 από τις 20 χρησιμοποιούν εντατικότερα σε σχέση με το 1990 τους φυσικούς πόρους και πηγές τους με τον κίνδυνο εξάντλησής τους να συρρικνώνεται χρονικά.
Σύμφωνα με την έρευνα καμία από τις 20 οικονομίες δεν μπορεί να συνδυάσει την οικονομική ανάπτυξη και την άνοδο των εισοδημάτων των εργαζομένων της με αειφορική χρήση των φυσικών της πόρων.
Στο διάστημα 1991-2007 οι 20 μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη μεγεθύνθηκαν κατά 66%, αυξάνοντας το οικολογικό τους αποτύπωμα κατά 25% αλλά και τις εισοδηματικές τους ανισότητες με ποσοστά που ποικίλουν αρκετά.
Ανισότητες και οικονομική ανάπτυξη
Αντίθετα με την εδραιωμένη λογική ότι η οικονομική ανάπτυξη θα συντελεί αναπόφευκτα στην αύξηση των ανισοτήτων (η θεωρία Kuznets curve), η έρευνα συμπεραίνει ότι στην πραγματικότητα οι ανισότητες που δημιουργούνται από την υπάρχουσα λογική ανάπτυξης αποτελούν τροχοπέδη για την οικονομική μεγέθυνση:
1) Με την αύξηση του ποσοστού των φτωχών πληθυσμών, οι επενδύσεις είτε περιορίζονται είτε δεν είναι όσο αποδοτικές θα μπορούσαν καθώς οι πληθυσμοί δεν αντιλαμβάνονται ή δεν μπορούν να εκμεταλλευτούν τα όσα απορρέουν από αυτές.
2) Η αυξανόμενη ανισότητα οδηγεί σε αυξανόμενες δυσχέρειες στην πρόσβαση στην εκπαίδευση και την υγεία για όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού. Κάτι τέτοιο έχει καταστρεπτικές συνέπειες όσον αφορά την εκμετάλλευση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας.
3) Η αυξανόμενη ανισότητα καταστρέφει τον κοινωνικό ιστό καθώς οι ελίτ προσπαθούν να διατηρήσουν τα κεκτημένα απέναντι σε φτωχές πλειοψηφίες, κοινωνικές τάξεις στρέφονται εναντίον άλλων και χαμηλότερα στρώματα της κοινωνίας αντιδρούν στην ανισότητα. Η κατάσταση αυτή αναπόφευκτα οδηγεί σε παραβιάσεις ανθρωπίνων και κοινωνικών δικαιωμάτων με μακροχρόνιες επιπτώσεις στην ανάπτυξη της χώρας, ενώ οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε φαινόμενα κακής διακυβέρνησης και αυξανόμενης διαφθοράς.
Η θεωρία ότι η οικονομική ανάπτυξη θα επιφέρει δεδομένα αύξηση των ανισοτήτων καταρρίπτεται και από τις περιπτώσεις της Αργεντινής, της Βραζιλίας και του Μεξικού, οι οποίες την τελευταία εικοσαετία (επί της ουσίας δεκαετία) πέτυχαν σημαντική οικονομική ανάπτυξη ταυτόχρονα με σημαντική μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων.
Η θεωρία αυτή βέβαια καταρρίπτεται πανηγυρικά σχεδόν σε οποιαδήποτε περίπτωση δεν ακολουθούνται ακραίες λογικές νεοφιλελεύθερης ανάπτυξης. Στην Νότια Αμερική τα παραδείγματα, εκτός των τριών προαναφερθέντων, είναι πολλά τα τελευταία χρόνια.
Η μόνη χώρα υψηλού εισοδήματος η οποία την τελευταία 20ετία (προ κρίσης) κατάφερε να συνδυάσει οικονομική μεγέθυνση και μείωση εισοδηματικών ανισοτήτων ήταν η Νότια Κορέα. Η κατάσταση επιδεινώθηκε στις «μητροπόλεις» του καπιταλισμού, τόσο στην Ευρώπη, όσο κυρίως στις Η.Π.Α., των οποίων οι εισοδηματικές ανισότητες προσεγγίζουν δείκτες φτωχών αφρικανικών χωρών όπως η Νιγηρία και η Μοζαμβίκη.
Έτσι, ενώ χώρες που θεωρούνται «βασίλεια» ανισοτήτων, όπως η Βραζιλία και το Μεξικό μειώνουν τους δείκτες ανισότητας, οι θεωρούμενες ως πλούσιες χώρες ακολουθούν αντίστροφη πορεία, με πρώτη εκ των ανεπτυγμένων, το προβαλλόμενο ως «θαύμα» της Γερμανίας.
Ανισότητες και περιβαλλοντική υποβάθμιση
Μία άλλη σημαντική παράμετρος που εξετάζει ενδελεχώς η έρευνα είναι οι ανισότητες και η περιβαλλοντική υποβάθμιση.
Οι αυξανόμενες ανισότητες οδηγούν σε περαιτέρω επιδείνωση του τρόπου χρησιμοποίησης των φυσικών πηγών οδηγώντας στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος, για μία σειρά λόγων:
1) οι φτωχότεροι πληθυσμοί τείνουν να εξαρτώνται πιο άμεσα στους φυσικούς πόρους για την επιβίωσή τους,
2) οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής γίνονται πρωτίστως και περισσότερο αισθητές σε φτωχά κράτη, τα οποία βέβαια για να είναι φτωχά, προϋποτίθεται το δεδομένο των αυξανόμενων ανισοτήτων,
3) η υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος οδηγεί σε κοινωνικές διαμάχες σχετικά με την χρησιμοποίησή τους.
Ένα κράτος χωρίς τις κατάλληλες υποδομές, με πεινασμένο και ανεπαρκώς στεγασμένο πληθυσμό και έλλειψη μέσων θα υποφέρει τα μέγιστα από κάποιο ακραίο φαινόμενο απόρροια της κλιματικής αλλαγής. Ήδη εδώ και αρκετά χρόνια, είναι οι φτωχοί πληθυσμοί της Ασίας και της Αφρικής αυτοί που πλήττονται περισσότερο απο φαινόμενα σχετιζόμενα με την κλιματική αλλαγή και την περιβαλλοντική υποβάθμιση.
Οικονομική μεγέθυνση και εκπομπές ρύπων
Η σχέση ανάμεσα στην οικονομική μεγέθυνση και τις εκπομπές ρύπων διαφέρει ανάμεσα στις αναπτυσσόμενες και τις ανεπτυγμένες χώρες. Η κλιματική αλλαγή αποτελεί μακροπρόθεσμα έναν από τους μεγαλύτερους εχθρούς των επενδύσεων, από όποιον και αν αυτές γίνονται.
Οι ανεπτυγμένες χώρες δεν έχουν επιτύχει σημαντικές μειώσεις στις εκπομπές ρύπων τους, την ώρα που η οικονομική κρίση έχει στην κυριολεξία εξαφανίσει το πρόβλημα της περιβαλλοντικής.
Οι αναπτυσσόμενες χώρες πέτυχαν εντυπωσιακή οικονομική μεγέθυνση που συνοδεύτηκε από μεγάλες ή μικρές αυξήσεις στις εκπομπές ρύπων. Κάτι τέτοιο μοιάζει λογικό, λόγω της σημαντικής εκβιομηχάνισης της παραγωγής τους, που αναπόφευκτα οδηγεί σε αύξηση των ρύπων. Υπήρξαν χώρες που είχαν οικονομική μεγέθυνση σημαντικά μεγαλύτερη της αντίστοιχης αύξησης εκπομπών ρύπων (Μεξικό 4 φορές, Κίνα 2,5 φορές).
Κάποιες ευρωπαϊκές χώρες πέτυχαν οικονομική μεγέθυνση ταυτόχρονα με μείωση των ρύπων (φαινόμενο γνωστό και ως absolute decoupling). Η Γερμανία, η Γαλλία και (λιγότερο) η Βρετανία ήταν σε αυτή τη λίστα βέλτιστης παραγωγικής απόδοσης ανά μονάδα εκπεμπόμενου άνθρακα. Μπορεί κάτι τέτοιο να είναι το επιθυμητό για ολόκληρο τον πλανήτη, αλλά ακόμα και στις χώρες που το πέτυχαν, οι ρυθμοί είναι πολύ μικρότεροι αυτών που απαιτούνται. (Συγκεκριμένα το απαιτούμενο ποσοστό μείωσης των ρύπων έως το 2020 για τις τρεις μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες, είναι 40% με έτος βάσης το 1990).
Υπήρξαν όμως και οικονομίες-γίγαντες, των οποίων η οικονομική μεγέθυνση συνοδεύτηκε από αυξήσεις των ρύπων παρά το γεγονός ότι είχαν στην διαθεσή τους την απαιτούμενη τεχνολογία για να επιτύχουν μείωσή τους. Αυτές ήταν οι Η.Π.Α., η Ιταλία, η Ιαπωνία και η Αυστραλία.
Σύμφωνα με την Oxfam, όλα τα μέλη του G-20, ανεξαρτήτως της οικονομικής τους μεγέθυνσης και του τρόπου με τον οποίο αυτή επιτυγχάνεται, οφείλουν για περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς λόγους να δράσουν πιο αποφασιστικά προς αναπτυξιακές μεθόδους που θα βασίζονται σε αυτά που ο πλανήτης μπορεί να προσφέρει.
Συμπερασματικά η έρευνα αποδεικνύει με τον πλέον εμπεριστατωμένο τρόπο την άμεση σύνδεση περιβαλλοντικής πολιτικής-οικονομικής μεγέθυνσης και κοινωνικής δικαιοσύνης. Με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής να γίνονται όλο και πιο δραματικές τα τρία αυτά δεδομένα είναι όλο και περισσότερο αλληλένδετα μεταξύ τους.
Οι έννοιες της αειφορικής ανάπτυξης δεν θα πρέπει να περιορίζονται στην λογική της χρηστής διαχείρισης των περιβαλλοντικών πόρων αλλά να επεκτείνονται και στον τομέα της οικονομικής και πολιτικής διακυβέρνησης.
Αντιστρόφως η οικονομία και η κοινωνία δεν μπορούν να θεωρούνται ανεξάρτητες και άσχετες της περιβαλλοντικής κρίσης και της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, καθώς αυτή σταδιακά αρχίζει να εξελίσσεται σε μείζον κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα.
Κατεβάστε εδώ την έρευνα της Oxfam σε μορφή pdf.
____________________
[1] Και οι τρεις χώρες πέρασαν σημαντικές κρίσεις, το Μεξικό από το 1982, η Αργεντινή αρχικά από το 1990 και έπειτα την τριετία 1998-2001, και η Βραζιλία το 1997. Και οι τρεις ακολούθησαν τις επιταγές των πιστωτών τους και διεθνών οργανισμών όπως το Δ.Ν.Τ. και η Παγκόσμια Τράπεζα, με αποτέλεσμα την τρομακτική αύξηση των ανισοτήτων την δεκαετία του ’90 και την διάλυση του παραγωγικού ιστού τους, με ταυτόχρονη συντριβή των εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Η δεκαετία του 2000 ανέτρεψε αυτή την τάση, βελτιώνοντας την κατάσταση ακόμα και σε σχέση με το έτος βάσης της έρευνας (1990).
Πηγές: Oxfam America, Grist
Άρης Καπαράκης
Συνεργάτης της ΜΚΟ Σόλων
aris@solon.org.gr
Φωτό: wikipedia