Απειλή γενικευμένης πείνας χωρίς την ανάληψη άμεσης δράσης
Δισεκατομμύρια επενδύσεων στον αναπτυσσόμενο κόσμο και αλλαγή των καταναλωτικών συνηθειών και προτύπων στον ανεπτυγμένο θα απαιτηθούν στο άμεσο μέλλον προκειμένου να μην προκληθεί γενικευμένη παγκόσμια διατροφική κρίση.
Μία νέα έρευνα της Επιτροπής Αειφορικής Γεωργίας και Κλιματικής Αλλαγής (Commission on Sustainable Agriculture and Climate Change) του Ερευνητικού Προγράμματος CCAFS (Climate Change Agriculture and Food Security), με συμμετοχή επιστημόνων από ολόκληρο τον κόσμο, προειδοποιεί για φαινόμενα γενικευμένης πείνας στην περίπτωση που δεν αλλάξει ο τρόπος παραγωγής και διανομής των προϊόντων σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η έρευνα είναι η πολλοστή που αναφέρεται στην αναγκαιότητα επιστροφής σε αειφορικές καλλιεργητικές μεθόδους, οι οποίες θα αυξήσουν την ποσότητα των παραγόμενων τροφίμων χωρίς ταυτόχρονα να βλάπτουν το περιβάλλον, όπως κάνουν δηλαδή μία σειρά «μοντέρνων» μεθόδων και πρακτικών.
Το πρόβλημα είναι -προς το παρόν- μεγαλύτερο στον αναπτυσσόμενο κόσμο εξαιτίας των ανεπαρκών υποδομών αλλά και επειδή είναι οι αναπτυσσόμενες περιοχές του πλανήτη αυτές που έχουν πληγεί περισσότερο από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Ήδη δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι (σε σύνολο 7) ζουν σε περιοχές που πλήττονται από φαινόμενα ξηρασίας.
Η στροφή σε καλλιεργητικές μεθόδους φιλικές προς το περιβάλλον αλλά και η βελτίωση των συστημάτων συντήρησης (π.χ. ψύξης) και διανομής των προϊόντων απαιτεί επενδύσεις δισεκατομμυρίων ιδίως στις πλέον ευάλωτες από την κλιματική αλλαγή περιοχές του πλανήτη οι οποίες ήδη υποφέρουν από πείνα, όπως π.χ. το Κέρας της Αφρικής. Σε κάποιες αναπτυσσόμενες χώρες, τεράστιες ποσότητες τροφίμων που φτάνουν έως και το 50% καταστρέφονται πριν φτάσουν στον καταναλωτή εξαιτίας της κακής/ελλιπούς συντήρησης και του ανεπαρκούς μεταφορικού δικτύου.
Όσον αφορά στον ανεπτυγμένο κόσμο, η έρευνα αναφέρει ως αναγκαία μια αλλαγή στα καταναλωτικά πρότυπα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι οι καταναλωτές στη Δύση πετούν στα σκουπίδια το 1/3 των τροφίμων που αγοράζουν. Την ίδια στιγμή τα πρότυπα της υπερκαταναλωτικής κοινωνίαςπου προέβαλλε ο δυτικός τρόπος ζωής (και) στη διατροφή και τα οποία τώρα επεκτείνονται σε τεράστιους πληθυσμούς στην Ασία (π.χ. Κίνα, Ινδία) προβάλλουν ως ιδεατές τροφές αυτές που είναι πλούσιες σε θερμίδες, λίπη και ζωϊκά προϊόντα. Τα τρόφιμα αυτά, χωρίς να προσφέρουν κάτι απαραίτητο στην υγιεινή διατροφή (το αντίθετο μάλιστα[1]) είναι ιδιαίτερα επιζήμια προς το περιβάλλον κατά την παραγωγική τους διαδικασία: ένα παράδειγμα που αναφέρεται είναι η υπερκατανάλωση κρέατος, το οποίο απαιτεί τεράστιες ποσότητες νερού, εκτάσεων γης και μεγάλους αριθμούς ζώων.
Οι υπάρχουσες διατροφικές συνήθειες της Δύσης, ο τρόπος παραγωγής και διανομής των διατροφικών προϊόντων και οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής φέρνουν τη διατροφική κρίση και στις ανεπτυγμένες κοινωνίες. Σε συνδυασμό μάλιστα με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής το μέλλον χωρίς την ανάληψη άμεσης δράσης μοιάζει εφιαλτικό: σύμφωνα με προβλέψεις του Περιβαλλοντικού Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών, τα μόνα εδάφη που θα είναι επαρκώς γόνιμα σε ολόκληρο τον πλανήτη το 2080 θα είναι η Σκανδιναβία, το Καζακστάν, η Αίγυπτος, η Νέα Ζηλανδία, οι βόρειες πολιτείες των Η.Π.Α. και η νοτιοδυτική Κίνα (περιοχές των Ιμαλαίων).
Η διατροφική παραγωγή και διανομή αποτελεί εδώ και αρκετά χρόνια ένα τεράστιο κερδοσκοπικό παιχνίδι με αποτελέσματα τραγικά για δισεκατομμύρια ανθρώπων. Η παραγωγή, η διανομή και οι τιμές έχουν αφεθεί στα χέρια ελάχιστων πανίσχυρων εταιριών και ο πλανήτης που παράγει τρόφιμα ικανά να θρέψουν πιθανότατα ακόμα και 10 δις ανθρώπους βιώνει εδώ και χρόνια μια πρωτοφανή διατροφική κρίση με τεράστιες ανθρωπιστικές και κοινωνικές προεκτάσεις.
Διαβάστε εδώ ολόκληρη την έρευνα (pdf)
[1] Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, 1.5 δις άνθρωποι είναι υπέρβαροι προερχόμενοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία από τις δυτικές ανεπτυγμένες χώρες.
Πηγές: Guardian, CCAFS/CGIAR, GRID/UNEP
Φωτό: wikimedia
Άρης Καπαράκης
Συνεργάτης της Μ.Κ.Ο. Σόλων
aris@solon.org.gr