Η Λαϊκή κυριαρχία και τα Δημοψηφίσματα
Οι παρούσες σκέψεις δεν αφορούν την ορθότητα ή μη της πρότασης για διεξαγωγή δημοψηφίσματος, αλλά το συμπέρασμα που εξάγεται από το ύφος της αντίδρασης του πολιτικού κόσμου, που δείχνει την εκ μέρους του αντίληψη περί της λαϊκής κυριαρχίας. Δεν προτιθέμεθα να ασχοληθούμε με τις κυβερνητικές και κομματικές πολιτικές, γιατί πιστεύουμε ότι αυτό που πραγματικά μπορεί να ρυθμίσει σε βάθος χρόνου τα πράγματα είναι η συνείδηση των ανθρώπων και η αλλαγή των προτύπων ζωής, και όχι επικαιρότητες αυτού του τύπου, όποια και αν είναι η εξέλιξη αυτής της επικαιρότητας.
Μία, λοιπόν, σαφής απάντηση σε ένα δημοψήφισμα εξαρτάται από τη σαφήνεια του ερωτήματος και από την ενδελεχή ενημέρωση του λαού. Γι’ αυτόν τον λόγο μπορεί ένα δημοψήφισμα να αποτελέσει χάλκευση της αληθινής λαϊκής βούλησης αφενός με μια ασαφή και παραπειστική ερώτηση και αφετέρου με την έλλειψη ορθής ενημέρωσης του λαού. Επίσης μπορεί το κίνητρο για τη διεξαγωγή του να είναι κατά περίπτωση σαθρό, δηλαδή να αποσκοπεί στην ωφέλεια προσώπων ή κομμάτων και όχι στο κοινό καλό ή έστω στο δημόσιο συμφέρον. Το ίδιο φυσικά κατ’ αναλογίαν συμβαίνει και με τις βουλευτικές εκλογές, όπως λόγου χάρη η κυβέρνηση εκλέχτηκε με εξαγγελίες τις οποίες όμως δεν εφαρμόζει.
Όσοι απορρίπτουν τις δανειακές συμβάσεις με τους Ευρωπαίους φοβούνται ότι το εκ των πραγμάτων εκβιαστικό δίλημμα θα πιέσει τον λαό να αποδεχθεί από φόβο τη σύμβαση, με αποτέλεσμα να τον δεσμεύει ανεπανόρθωτα στο μέλλον. Όσοι θέλουν την ολοκλήρωση της δανειακής σύμβασης φοβούνται ότι ο θυμός και η αντίδραση θα οδηγήσει τον λαό στην απόρριψή της, με αποτέλεσμα και πάλι να δεσμευτεί ανεπανόρθωτα για το μέλλον. Το γεγονός όμως είναι ότι συναληθεύουν και τα δύο, δηλαδή οι άνθρωποι υπόκεινται ταυτόχρονα σε αντίρροπες ψυχολογικές πιέσεις, που μπορούν και οι δύο να θεωρηθούν βάσιμες, δεδομένου ότι δεν γνωρίζουν όλα τα γεγονότα, την αλήθεια, ώστε να εικάσουν με ορθότητα για το μέλλον – πέραν του ότι το ίδιο το μέλλον περιέχει μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας. Αυτή την ψυχολογική σύγκρουση δεν μπορούμε να την αποφύγουμε. Πάντως σε κάθε περίπτωση ο λαός πρέπει να κατακτά ένα νέο επίπεδο συμμετοχής του στα πολιτικά δρώμενα που τον αφορούν άμεσα, πράγμα που είναι συνάρτηση όχι μόνον μιας τυπικής διαδικασίας ψήφου, αλλά κυρίως μιας ορθής και διεξοδικής ενημέρωσης, καθώς και ανεύρεσης νέων εργαλείων συμμετοχής του στη διαμόρφωση πολιτικών αποφάσεων.
Ο τρόπος όμως της αντίδρασης πολιτικών και ΜΜΕ αφήνει να διαφανούν και άλλες παράμετροι αντίληψης, άσχετες από την ορθότητα ή μη επί του συγκεκριμένου προβλήματος, του αν δηλαδή είναι ορθή ή όχι η διεξαγωγή δημοψηφίσματος.
Α-Οι γενικές αντιδράσεις
Πλην σπανίων εξαιρέσεων άρνησης βασισμένης σε όντως λογικά επιχειρήματα, υπήρξαν αντιδράσεις που απαξιώνουν γενικώς τα δημοψηφίσματα, αλλά κυρίως τη λαϊκή κυριαρχία. Ενδεικτικά να αναφέρουμε διάφορες απόψεις:
1-Επειδή η απάντηση θα είναι πιθανότατα αρνητική, γι’ αυτόν τον λόγο δεν πρέπει να γίνει δημοψήφισμα! Δηλαδή λένε πως η βούληση του λαού δεν μετράει και ότι η πολιτική πρέπει να ασκείται ενάντια σε αυτή τη βούληση. Αλλά η πηγή όλων των εξουσιών είναι ο λαός σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 του Συντάγματος, που λέει ότι «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα». Πότε ο λαός θα μπορεί να απαντήσει ευθέως για σοβαρά θέματα που τον απασχολούν; Μάλιστα θα λέγαμε ότι η κοινοβουλευτική διαδικασία είναι μια μεγαλύτερη εμμεσοποίηση της λαϊκής κυριαρχίας από ό,τι είναι ένα δημοψήφισμα, η οποία εμμεσοποίηση φθάνει μάλιστα μέχρι του σημείου η κυβερνητική διαχείριση να έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις εξαγγελίες της καθώς και προς την λαϊκή εντολή, όπως συνέβη και με την παρούσα κυβέρνηση.
Αυτή λοιπόν η απάντηση είναι η πλέον ωμή κατάχρηση δύναμης, τουλάχιστον στο επίπεδο της σκέψης και των κινήτρων. Αυτό δεν σημαίνει ότι πιστεύουμε πως ο όποιος λαός είναι σε κάθε περίπτωση σοφός και οι απαντήσεις του ορθές. Για παράδειγμα να αναφέρουμε τη ρωμαϊκή σύγκλητο που ήταν πολύ πιο νουνεχής και λογική από το μεγάλο πλήθος των πληβείων σε ορισμένες κρίσιμες περιστάσεις, αλλά και το αντίστροφο, ότι σε προγενέστερη περίοδο υπήρχε κρυφό δίκαιο (!) πράγμα που άλλαξε μόνον με επανάσταση των πληβείων. Αλλά το θέμα μας δεν είναι αυτό. Εξάλλου οι ίδιοι, πιθανώς ιδιοτελείς, λόγοι που ωθούν σε πρόταση δημοψηφίσματος είναι πιθανόν να ωθούν και στην άρνησή του. Τα οικονομικά και ψυχολογικά συμφέροντα είναι πολύπλοκα και δυσδιάκριτα. Το πρόβλημα βρίσκεται στο πεδίο της έννοιας και των αρχών, όπου το Σύνταγμα, η Δημοκρατία και η κοινωνική συνοχή δεν φαίνεται να ασκούν καμμία επίδραση στη σκέψη των παραγόντων ισχύος, παρά μόνον η προσωπική αρέσκεια και το συμφέρον.
2-Ο λαός δεν θα μπορεί να κρίνει ορθά λόγω έλλειψης γνώσης Πώς είναι δυνατόν να μιλάνε για γνώση, όταν οι ίδιοι οι πολιτικοί δεν ενημερώνουν τον λαό και πάντοτε υπάρχει μία κρυφή πολιτική, ενίοτε υπό την δικαιολογία ότι δεν πρέπει να προκληθεί πανικός; Για παράδειγμα η δανειακή σύμβαση είναι άγνωστη ακόμη και στους πολιτικούς. Επομένως αποφασίζει πάντοτε μία ελίτ με διασυνδέσεις ισχύος.
Το ίδιο πρόβλημα έλλειψης γνώσης όμως ισχύει και στις βουλευτικές εκλογές και δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η προσωπική γνωριμία με τους τοπικούς βουλευτές, που βασίζεται κυρίως σε απονομή προσωπικών ευνοιών, μπορεί να αντικαταστήσει την για σοβαρά θέματα βαθιά άγνοια των ψηφοφόρων, αλλά και των ίδιων των βουλευτών και όλων των κομματικών παραγόντων – μια και αυτή η άγνοια είναι φανερή για το γενικό σύνολο, παρά τις ατομικές εξαιρέσεις. Αλλά ο ρόλος του πολιτικού διαμεσολαβητή φαίνεται πως είναι πιο προσοδοφόρος. Επιπλέον αυτή η έλλειψη γνώσης του λαού θα έπρεπε να ωθήσει τους πολιτικούς παράγοντες να μεταβάλουν, όπως οφείλουν, τη σχέση τους με τον λαό και να του δημιουργήσουν ευκαιρίες για πραγματική, μη κομματική και μη ελεγχόμενη από τις ελίτ πληροφόρηση. Το καθήκον τους είναι να βοηθήσουν στην ανθρώπινη καλυτέρευση και όχι στο κομματικό συμφέρον.
3-Εφόσον σε εξαιρετικές περιπτώσεις του παρελθόντος δεν έγινε δημοψήφισμα, τότε γιατί να γίνει τώρα; Γι αυτό η χρήση του τώρα θα είναι ένα είδος εκτροπής. Το παρελθόν όμως δεν μπορεί να αποτελέσει σοβαρό παράγοντα για την κρίση μας, γιατί κάποτε πρέπει να γίνεται μια αρχή για περισσότερη δημοκρατία, αλλοιώς κοιτώντας πάντοτε πίσω στο παρελθόν δεν πρόκειται να κάνουμε ούτε ένα βήμα μπροστά. Εξάλλου αυτό το παρελθόν των δημοψηφισμάτων που δεν έγιναν δεν μπορεί να μας διευκολύνει για ιστορική ερμηνεία, γιατί το Σύνταγμα ορίζει σαφώς και χωρίς ερμηνευτικές δυσκολίες στο άρθρο 44 παρ. 2 ότι: «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα, ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών, που λαμβάνεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. Δημοψήφισμα προκηρύσσεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με διάταγμα και για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά, εφόσον αυτό αποφασιστεί από τα τρία πέμπτα του συνόλου των βουλευτών…». Στο παρελθόν εξάλλου δεν υπήρχε λαϊκή αντίδραση όμοια με την παρούσα στα θέματα που θα μπορούσαν δυνητικά να υποβληθούν σε δημοψήφισμα.
4-Το δημοψήφισμα δεν επιτρέπεται για δημοσιονομικά θέματα Αλλά η δανειακή σύμβαση καθαυτή δεν αποτελεί δημοσιονομικό ζήτημα, αν και θα επιδράσει έμμεσα και σε αυτόν τον τομέα. Αλλά όλα επιδρούν στα δημοσιονομικά πράγματα μιας χώρας. Από το άλλο μέρος δεν είναι δυνατόν, τη στιγμή που δεν επιτρέπεται να ψηφίζει ο λαός για τα δημοσιονομικά θέματα, να μπορούν να τα ρυθμίζουν άμεσα ή έμμεσα οι ξένοι, δηλαδή ξένες κυβερνήσεις ή ιδιωτικοί παράγοντες. Η πολιτική πρέπει οπωσδήποτε να ασχοληθεί σε βάθος και με τα πολιτικά πρότυπα που καλλιεργεί στην πράξη, άσχετα από τα μεγάλα λόγια, που δεν δημιουργούν πρότυπα, επειδή είτε είναι γενικόλογες μεγαλοστομίες είτε είναι μεν ορθά, αλλά δεν γίνονται πράξη. Η θεωρία και η πράξη πρέπει να συνδέονται, αλλιώς η δημοκρατία πεθαίνει. Η πολιτική όμως ασκείται σε επίπεδο επικαιρότητας συμφερόντων και ευκολίας πολιτικής διαχείρισης, χωρίς έμπνευση για το μέλλον και υπευθυνότητα. Αυτό είναι το κεντρικό πρόβλημα – που δεν αφορά μόνον την Ελλάδα.
5-Οι ξένοι και διεθνείς παράγοντες ισχύος χλευάζουν την Ελλάδα και αντιδρούν στο δημοψήφισμα! Αυτό είναι ακόμη πιο αβάσιμο ηθικά, γιατί εκτός από την ισχύ τους, δεν φαίνεται να έχουν κάτι άλλο αξιόλογο όπως ήθος, λογική και συνεργατικότητα, γιατί, αν είχαν, δεν θα είχαν προτείνει ούτε επιβάλει οικονομικά μοντέλλα τέτοια που να μην μπορούν να ελεγχθούν από το σύνολο της κοινωνίας και της πολιτείας, όπως την ανεξέλεγκτη κερδοσκοπία που συμβαίνει και στις δικές τους χώρες. Το ότι δε μία μικρή χώρα τους έχει φέρει σε δύσκολη θέση, δεν πρέπει να είναι απόλυτα καθοριστικό για τον λαό, γιατί και οι λαοί αναγκάζονται να ασχολούνται και να υποφέρουν από τις δικές τους ανοησίες. Από το άλλο μέρος βέβαια αυτό το σκεπτικό δεν μπορεί να αποτελέσει δικαιολογία για τη χώρα μας, γιατί πάσχει σε τόσα σημεία που χρειάζεται πραγματικά δραματική αλλαγή. Όμως τα κριτήρια της αλλαγής δεν μπορούν να τα δώσουν αυτοί οι παράγοντες ισχύος που έχουν εξάλλου τα δικά τους προφανή προβλήματα, παρότι προσπαθούν να τα αποσιωπήσουν.
6-Οι βουλευτικές εκλογές είναι η μόνη λύση Αλλά δεν εξηγούν το γιατί, επικαλούμενοι κάποιο «αυτονόητο» που δεν εξηγούν ποιο είναι. Υπάρχει μια γενικολογία και σκόπιμη ασάφεια που απευθύνεται στο θυμικό, αλλά όχι στην ανάγκη των ανθρώπων για κατανόηση, κατανόηση όχι μόνον του τι είναι αυτό που πρέπει να παρέλθει (που εξάλλου το γνωρίζουν καλά, γιατί το βιώνουν), αλλά και αυτού που πρόκειται ή πρέπει να γίνει. Αυτή λοιπόν είναι η αντιδραστική σκέψη, αυτή που συναρτάται μόνον με την άρνηση και καθόλου με την κατάφαση. Αυτό είναι το κύριο πρόβλημα της δημοκρατίας, μαζί βέβαια με την υπευθυνότητα ως την καρδιά της αληθινής κοινωνικότητας.
7-Η απάντηση στο δημοψήφισμα θα δεσμεύσει την όποια κυβέρνηση και τον λαό! Μα γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο γίνονται τα δημοψηφίσματα, για να δεσμεύσουν. Είναι αυτό δημοκρατική σκέψη; Η εξουσία όμως θέλει να είναι πάντοτε αδέσμευτη από τους λαούς, ενώ η αληθινή διακυβέρνηση δεσμεύεται μόνον από το κοινό καλό. Η τάση των εξουσιών είναι πάντοτε αυτή – το είδαμε και στην περίπτωση της Ισλανδίας, όπου πίεσαν ασφυκτικά για αλλαγή της απάντησης του λαού στο δημοψήφισμα για το ζήτημα της αναγνώρισης του χρέους των τραπεζών τους. Οι λαοί κατά την άποψή τους δεν πρέπει να υπεισέρχονται στην πολιτική διαχείριση, αλλά να είναι απλώς μία δεξαμενή προσπορισμού χρημάτων, τα οποία μάλιστα δεν θα διοχετεύονται καν στην κοινωνική πρόνοια υπέρ των λαών.
Πρέπει βέβαια από το άλλο μέρος να ομολογήσουμε ότι η δημοκρατία έγινε τελικά αυτό που οι ίδιοι οι λαοί θέλησαν να γίνει: μία πηγή ατομικής ανευθυνότητας και ανόητης «ελευθερίας», αλλά ξέχασαν ότι η μόνη ανευθυνότητα που μένει ατιμώρητη είναι η ανευθυνότητα της ισχύος.
Β-Η ανάγκη της δημοκρατίας για ενημέρωση
Υπάρχει τελικά ένα ολοκληρωτικό πρόβλημα ενημέρωσης και αλήθειας στη σχέση λαού και πολιτικών. Υπάρχει επίσης ένα συναφές ολοκληρωτικό πρόβλημα συμμετοχής του λαού σε σοβαρές αποφάσεις. Όμως ακόμη και αν μία άποψη είναι ορθή, θα πρέπει να προβάλλεται με δημοκρατικό τρόπο για χάρη γνώσης και κατανόησης από την κοινωνία και με σεβασμό προς αυτήν. Η δημοκρατία πρέπει να είναι ένα ανοικτό σύστημα πολιτικής διαχείρισης με ελεύθερη πληροφορία.
Ο λαός όμως στην πράξη δεν μπορεί να γνωρίζει με σαφήνεια ή δεν μπορεί να γνωρίζει καθόλου αυτά που τον αφορούν, γιατί οι περισσότερες πληροφορίες αποκρύπτονται, τόσο αυτές που σχετίζονται με τις διαπλοκές ισχύος εθνικά και διεθνώς όσο και με τα κομματικά συμφέροντα, αλλά και με την οικονομική πραγματικότητα, γιατί η αναφορά σε, ακατανόητους από τους πολλούς, οικονομικούς όρους απαιτεί ειδικές γνώσεις, ενώ θα μπορούσαν να απλοποιηθούν σε κάποιο βαθμό για τον μέσο πολίτη, έτσι ώστε να μπορεί να κατανοήσει τις συνέπειες των αριθμών, χωρίς να βασίζεται στις αόριστες διαβεβαιώσεις των πολιτικών που προϋποθέτουν απόλυτη εμπιστοσύνη στα πρόσωπά τους (που όμως δεν υπάρχει).
Επιπλέον θα ήταν χρήσιμη και η συγκριτική παράθεση της οικονομικής κατάστασης των άλλων λαών, που θεωρούνται σε καλύτερη μοίρα από αυτή των ελλήνων. Επίσης ακούμε συνεχώς για δημόσιο έλλειμμα, αλλά τίποτε για τα ιδιωτικά ελλείμματα, των τραπεζών, των επιχειρήσεων, των νοικοκυριών κ.ο.κ. και πόσο αυτά επηρεάζουν την οικονομία μιας χώρας – μια και η οικονομία είναι πολύπλευρη. Όμως πάντοτε η ειδίκευση αποτέλεσε ένα στοιχείο ελιτισμού και εξουσίας, ένα μέρος της γοητείας ως κυριαρχίας.Για το δε θέμα των βουλευτικών εκλογών ή δημοψηφίσματος θα ήταν δημοκρατικό αλλά και υποχρεωτικό το να εξηγούν οι πολιτικοί κάθε άποψης (υπέρ ή κατά) και όλοι οι εμπλεκόμενοι παράγοντες με λογικά επιχειρήματα – επιτρέποντας και τον αντίλογο – τις συνέπειες της κάθε επιλογής και όχι με αφορισμούς του τύπου αυτονόητο, καλό ή κακό, ή με αόριστη επίκληση της δημοκρατίας και του λαού, ως αναβίωση ενός νέου θρησκευτικού ιερατείου.
Αλλά η πραγματική ενημέρωση θα αποκάλυπτε μία οδυνηρή ποιοτική εξίσωση ανάμεσα στους κυβερνώντες και τους κυβερνωμένους, γιατί σε αυτό το επίπεδο πολιτικής χωρίς ιδέες οι κυβερνώμενοι έχουν μεγαλύτερη ικανότητα κατανόησης από όση οι ελίτ νομίζουν, πράγμα που θα έπληττε της γοητεία της εξουσίας.
Τελικά, εφόσον η κατάσταση είναι όντως δύσκολη και εφόσον, όποιες και να είναι οι πολιτικές επιλογές, τα προβλήματα θα είναι άλυτα και δυσβάσταχτα, το μόνο που απομένει για την κοινωνία είναι η αλλαγή σε επίπεδο αρχών ζωής και μια σταδιακή προσαρμογή σε αυτές. Οι καλύτερες αρχές ζωής απαιτούν λιγότερο ατομισμό και περισσότερη κοινωνικότητα, λιγότερη κατανάλωση ως υποκατάστατο της ζωής, μεγαλύτερη υπευθυνότητα απέναντι στον αληθινό εαυτό, το σύνολο και το περιβάλλον, περισσότερη ηρεμία και ασφάλεια που όμως δεν θα βασίζεται τόσο στο έχειν αλλά περισσότερο στην κοινωνική συνοχή.
Ιωάννα Μουτσοπούλου, Δικηγόρος
Μέλος της Γραμματείας της Μ.Κ.Ο. ΣΟΛΩΝ
Φωτό: wikimedia