Kόμματα και βουλευτές : Μια σχέση σε όφελος της δημοκρατίας;
Έχουμε δεχθεί άκριτα το κοινοβουλευτικό σύστημα όπως είναι, χωρίς σε βάθος σκέψη για τη σχέση του με τη δημοκρατία, την ελευθερία, τη δικαιοσύνη και το Κοινό Καλό ή έστω το δημόσιο συμφέρον. Μπορούμε να εστιαστούμε σε ένα μόνον σημείο του, γιατί για ολόκληρη την παθολογία του «υπαρκτού κοινοβουλευτισμού» θα χρειαζόταν παράθεση και άλλων σημείων παθολογίας και επομένως εκτενέστερη ανάλυση.[1]
Η σχέση των βουλευτών έχει απλοποιηθεί υπερβολικά με αποδοχή της σύνδεσης του βουλευτή με το κόμμα του και την περίφημη κομματική πειθαρχία, η οποία είναι βεβαίως κατανοητή ανάγκη, αλλά φθάνει σε σημείο που να αναιρείται η λειτουργία του βουλευτικού αξιώματος και η δημοκρατική προσδοκία που στηρίζεται σε αυτή.
Πρόσφατα, αλλά και παλαιότερα, παρατηρήσαμε την απαίτηση να παραιτούνται οι βουλευτές, όταν η συνείδησή τους δεν τους επιτρέπει να αποδεχθούν την εκφρασμένη άποψη του κόμματος. Αυτό ενέχει ένα βαθιά αντιδημοκρατικό στοιχείο, άσχετα από τα συναισθήματα αφοσίωσης ή συλλογικού και ατομικού συμφέροντος που μπορεί να συνυπάρχουν. Το λάθος βρίσκεται στο ότι:
1.-Οι κομματικές αποφάσεις είναι γνωστό ότι δεν είναι αποφάσεις του κόμματος, αλλά των κομματικών ελίτ με τις γνωστές και άγνωστες διαπλοκές τους μέσα ή έξω από το κάθε κόμμα.
Ακόμη και όταν τα εκτός των ελίτ κομματικά στελέχη συμμετέχουν με οποιονδήποτε τρόπο στη διαμόρφωση κομματικής άποψης, συχνά κινούνται από φιλοδοξία που τους ωθεί να ικανοποιήσουν την κομματική ελίτ για λόγους συμφέροντος. Αυτό από μόνο του είναι μία πολύ σοβαρή περιπλοκή που εμποδίζει τη δημοκρατία, αλλά δεν μπορεί να αποφευχθεί. Όμως δείχνει ότι οι κομματικές ελίτ είναι τόσο ενισχυμένες εκ των πραγμάτων, που πρέπει να βρεθεί ένας άλλος τρόπος λήψης κομματικών αποφάσεων και υποψηφιότητας των βουλευτών,γιατί είναι προφανές ότι οι εκλογές δεν λύνουν αυτό το πρόβλημα, αλλά αντίθετα φέρνουν το εκλογικό σώμα προ τετελεσμένου, δηλαδή προ μιας λίστας υποψηφίων διαμορφωμένης μέσα στα άδυτα των κομμάτων, από την οποία αναγκαστικά θα επιλεγούν οι μελλοντικοί βουλευτές.
2.-Τα κόμματα μεν υπάρχουν και εκφράζονται με προγράμματα, αλλά ο βουλευτής οφείλει να είναι ανεξάρτητος και να καταθέτει την επικαιροποιημένη προσωπική άποψή του στη βουλή, που μπορεί να είναι διαφορετική από την κομματική «γραμμή». Αν ο νομοθέτης ήθελε να εκφράζονται μόνον οι κομματικές οργανώσεις ως κράτη (καθολικά ή ως ελίτ), τότε δεν θα εκλεγόντουσαν βουλευτές ούτε θα υπήρχε τέτοια βουλή με μέλη βουλευτές, αλλά οι διαδικασίες των αποφάσεων θα λάμβαναν χώρα σε πρώτο επίπεδο μέσα στα κόμματα και σε δεύτερο επίπεδο θα διεξαγόταν στη βουλή συζήτηση μόνον ανάμεσα στις ελίτ ή τους ελάχιστους εκπροσώπους των διαφόρων κομμάτων. Δηλαδή θα είχαμε ένα ολιγοπρόσωπο κοινοβούλιο που θα κόστιζε και πολύ λιγότερο. Αλλά τα κόμματα έχουν καταλήξει να έχουν μια λειτουργία στην κοινωνία όμοια με εκείνη των μεγάλων εταιρειών στην οικονομία.
3.-Αν ο κάθε βουλευτής παραιτείται του βουλευτικού αξιώματος, επειδή διαφωνεί με το κόμμα του, τότε αναιρεί αυτό για το οποίο βάσει του συντάγματος εξελέγη στη βουλευτική θέση και επιπλέον δεν έχουμε μέσα στη Βουλή τον πλουραλισμό των προσωπικών βουλήσεων που μέσα από διαμάχη μπορεί να βοηθήσει στις ορθές αποφάσεις και στην εξέλιξη της δημοκρατίας – χωρίς να αυταπατώμαστε ότι αυτό είναι βέβαιο. Τα κόμματα κινδυνεύουν να γίνουν συντελεστές πλέον μιας ανατροπής της δημοκρατίας, μέσω της συγκεντρωτικότητας, της ισχύος ολιγομελών ομάδων και των επιφανειακά δημοκρατικών διαδικασιών τους.
4.-Ένα σημαντικότατο μέρος της κομματικής δυσλειτουργίας οφείλεται στην αδιαφάνεια της χρηματοδότησης ή υποστήριξης των κομμάτων και υποψηφίων βουλευτών, αλλά ακόμη και στην έστω – κατά περίπτωση- διαφανή χρηματοδότησή τους από ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες, που ενισχύουν κόμματα, και ίσως υποψηφίους, με αντάλλαγμα την ευνοϊκή τους μεταχείριση. Έτσι διαστρεβλώνεται η σχέση των βουλευτών ή των υποψηφίων με το κόμμα, γιατί ορισμένοι βρίσκονται σε ευνοϊκότερη θέση προβολής από τους άλλους υποψηφίους, με αποτέλεσμα να αλλοιώνεται το πραγματικό πεδίο ιδεών ή απόψεων.
5.-Η ισχύς των κομμάτων είναι ένα πρόβλημα, κυρίως των μεγάλων, γιατί πλέον ευρισκόμενη στα χέρια των κομματικών ελίτ επιβάλλεται στα στελέχη και τα μέλη τους, αντί να προστατεύει τη δημοκρατία και το κοινό καλό, προστατεύει συμφέροντα και νοοτροπίες που στηρίζουν θεμελιωμένα ή αναδυόμενα συμφέροντα. Οι κομματικές δομές παρουσιάζονται ως απρόσωπες εκφράσεις υποτιθέμενων ιδεολογιών, αλλά μέσα τους λαμβάνουν χώρα συγκρούσεις φιλοδοξιών και συμφερόντων, χωρίς ωστόσο καμμία ελπίδα να αναδειχθεί ο,τιδήποτε εκφράζει ένα πραγματικό ενδιαφέρον για την κοινωνία.
6.-Αυτή η κομματική ισχύς επιβαλλόμενη στους βουλευτές έχει καταλήξει να αναιρέσει τελείως τη λειτουργία για την οποία είναι εκλεγμένη η βουλή, τη νομοθετική λειτουργία, που είναι ο πρώτος και ίσως ο σημαντικότερος άξονας για τη δημοκρατία και τη διάκριση των εξουσιών. Η Βουλή τελικά δεν προτείνει νόμους, που είναι το κύριο καθήκον της και μετά βέβαια να τους ψηφίσει, αλλά απλώς καλείται να ψηφίσει νομοσχέδια που προτείνει η εκάστοτε Κυβέρνηση και που μέσω της κομματικής πειθαρχίας τελικά οι βουλευτές ψηφίζουν καταλήγοντας να είναι τυπικοί παράγοντες νομιμοποίησης σημαντικών αλλά συχνά όχι ορθών αποφάσεων. Έτσι η δημοκρατία δεν προστατεύτηκε ούτε με την οικονομική υποστήριξη των βουλευτών που προέρχονται εκτός των κοινωνικών ελίτ.
7.-Τέλος, η όλη λειτουργία των λαϊκών αντιπροσώπων εξαντλείται στις διακομματικές συμβολικές διαμάχες, που χρησιμοποιούνται μέσα από την αδιαφάνειά τους για συγκάλυψη όλων των ελλείψεων, δυσλειτουργιών και κακοπιστιών που τυχόν υπάρχουν.
Με βάση τα κριτήρια που θέτουν τέτοιες απόψεις κομματικής πειθαρχίας, εφόσον ο βουλευτής θεωρείται ότι οφείλει να ακολουθεί το κόμμα με το οποίο εκλέχτηκε και χωρίς το οποίο δεν θα είχε εκλεγεί, έτσι θα έπρεπε κατά μείζονα λόγο με συνέπεια και τα κόμματα να πορεύονται σύμφωνα με την λαϊκή εντολή που έχουν λάβει, σε οποιαδήποτε θέση και αν βρίσκονται στη Βουλή. Η λαϊκή εντολή βρίσκεται πολύ υπεράνω των κομμάτων. Αλλά τα κριτήρια έχουν πάντοτε μια διττότητα συμφέροντος. Αυτή η περίφημη αντιστροφή αξιών, για την οποία κοπτόταν ο Νίτσε, είναι πάντοτε και σε κάθε περίπτωση παρούσα, καλλιεργούμενη από ιδιοτέλειες που ερμηνεύουν τα πάντα κατά το συμφέρον.
Η δύναμη της συλλογικότητας είναι μεγάλη, αλλά διττή στα αποτελέσματά της: μπορεί να ενισχύσει αυτό που είναι σωστό, αλλά μπορεί να ενισχύσει υπερβολικά αυτό που είναι απορριπτέο. Το τελευταίο είναι πολύ συχνότερο, γιατί οι άνθρωποισαν σύνολο -προς το παρόν- δεν είναι σε θέση να χειριστούν με συνέπεια, κοινωνικότητα, ακεραιότητα και ορθή αντίληψη μια μεγάλη συλλογική δύναμη. Αντιθέτως επιχειρούν να τη χρησιμοποιήσουν για ατομικό ή συλλογικό όφελος. Ακόμη και το συλλογικό όφελος δεν είναι θεμιτό, γιατί σημαίνει ότι το κοινό για όλους ανεξαιρέτως όφελος δεν υπεισέρχεται καθόλου στη συλλογική αντίληψη, ενώ είναι αυτό για το οποίο σχηματίζονται αυτές οι συλλογικότητες, που έτσι εκτρέπονται του σκοπού τους.
Όπως υποστήριζαν οι μεγάλοι φιλελεύθεροι στοχαστές, όπως ο Μιλλ [2] και ο Μπένθαμ (που καμμία σχέση δεν έχουν με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, ευρισκόμενοι στο άκρο αντίθετό της) –αλλά και ο Άνταμ Σμιθ [3]- αυτό που είναι καθήκον είναι να κάνει κανείς το μέγιστο καλό για τον μέγιστο αριθμό ανθρώπων. Γίνεται αυτό;
Παρόλα αυτά όμως, το κεντρικό πρόβλημα δεν βρίσκεται ούτε στα κόμματα, αλλά στο ότι η εξουσιαστικότητα και τα παράγωγά της είναι μια διάχυτη νοοτροπία στην κοινωνία εντός και εκτός κομμάτων, που έτσι είναι ανίκανη να υποστηρίξει την κοινωνική ειρήνη και δικαιοσύνη. Στην πραγματικότητα επιτρέπει με την εκ μέρους της αποδοχή και αδράνεια αυτές τις αρνητικές και αντικοινωνικές εξελίξεις, που τελικά θα την οδηγήσουν σε ολοκληρωτική κρίση.
Αναφορές:
[1] Γιάννης Ζήσης, Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΥ
[2] Στιούαρτ Μίλ, Αυτοβιογραφία
«Μόνο εκείνοι είναι ευτυχισμένοι που έχουν στραμμένη τη φροντίδα τους σε ένα άλλο αντικείμενο παρά στο δικό τους καλό, στην ευτυχία των άλλων, στην βελτίωση όλης της ανθρωπότητας»
[3] Άνταμ Σμιθ, Θεωρία των ηθικών συναισθημάτων, κεφάλαιο 3, 10
«η τελειότητα της αρετής είναι να κατευθύνει κανείς όλες του τις πράξεις στην προαγωγή του μεγαλύτερου δυνατού καλού, να υποτάσσει όλες τις κατώτερες ευπάθειες στην επιθυμία της γενικής ευτυχίας της ανθρωπότητας, να αντιμετωπίζει τον εαυτό του ως τίποτε παραπάνω από ένα άτομο ανάμεσα στα πολλά, του οποίου η ευημερία δεν θα έπρεπε να επιδιώκεται πέραν του σημείου όπου θα ήταν συνεπής με την ευημερία της ολότητας ή θα οδηγούσε σε αυτήν»
Ιωάννα Μουτσοπούλου, Δικηγόρος
Μέλος της Γραμματείας της Μ.Κ.Ο. ΣΟΛΩΝ
Φωτό: wikimedia, Pvasiliadis