Γοργοπόταμος 25 Νοέμβρη 1942
Η θέα απ’ το μπαλκόνι της Βάιας στο Κουμαρίτσι δεν αλλάζει. Είναι πάντα ωραία. Κι από δω ψηλά, δεν φαίνονται άσχημα αυτά που -αλήθεια!- είναι άσχημα. Δεν βλέπεις μ’ άλλο χρώμα, μέγεθος ή σχήμα τους γερμανούς, τους ιταλούς, τους προδότες, τους φτωχούς, τους πεινασμένους, τους βασανισμένους, τους αντάρτες, τους ανάπηρους. Δεν είν’ αλλιώτικα τα δέντρα, τα χωράφια και τα σπίτια… φαίνονται διαφορετικά και σκοτεινά, μόνο αν είναι καμένα. Δεν είν’ αλλιώτικα τα ποτάμια κι η θάλασσα κι ο ουρανός.
Τις τελευταίες μέρες, η Βάια νιώθει πως κάτι θα συμβεί σύντομα. Και δεν το νιώθει μόνο αυτή. ..
…………………………………………………………………………..
Έχει πάει πια 23 ο μήνας ( Νοέμβρης) και το χωριό μοιάζει αναστατωμένο, στη πλατεία έχει κόσμο. “Μαζευτείτε όλ’! Θέλ’ να σας μιλήσ’ ο Καπετάνιος.”
Μέσα στο καφενείο, είναι ένας ψηλός άντρας, ζωσμένος με φυσεκλίκια[1] σταυρωτά.
“Είν’ ένας θηρίος άντρας και τον κοιτάζουν όλ’! Είναι κάμποσ’ αντάρτες, γέμ’σε το καφενείο γένια και φυσεκλίκια.”
Άξαφνα αυτή η στιγμή από μικρή, πολύ μικρή κι ασήμαντη, μια καθημερινή στιγμή αρχίζει και μεγαλώνει! Το ίδιο και τα νεαρά κορίτσια όπως η Βάια, σαν να μεγάλωσαν στο λεπτό.
Η ιστορική στιγμή που έμελε να ακολουθήσει αυτό το σούρουπο, αυτή την είδηση κι ετούτη τη γραφή δεν φαίνεται ακόμη πόσο μεγάλη είναι. Για όλους.
Μέσα στο καφενείο δεν είναι μόνο οι συγκεκριμένοι αντάρτες, είναι λες κι η Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης. Υπάρχουν πρωταγωνιστές και απλοί αγωνιστές μιας μεγάλης μάχης και όπως θα αποδειχθεί σύντομα, μιας μεγαλύτερης νίκης.
Οι αντάρτες θέλουν ανθρώπους να τους βοηθήσουν κι ο Αρχηγός εξηγεί με όσα λόγια πρέπει, ούτε περισσότερα ούτε λιγότερα. Θέλουμε τα άλογα να κουβαλήσουν τα πολεμοφόδια και κάποιους να τα συνοδεύουν, λέει με ήρεμο αλλά πειστικό ύφος.
Να πάρετε τα κορίτσια! πετάγεται ο μπαρμπα-Λιας. Να μη δώσουμε στόχο! Το χωριό θέλει τα αρσενικά του παιδιά μακριά από αντάρτες και όπλα. Κι έτσι στέλνουν τα θηλυκά για να βοηθήσουν. Ναι, ναι! συμφωνούν οι άλλοι.
Ναι τα κορίτσια! συμφωνούν όλοι. Εντάξει, λέει ο Αρχηγός. Και ποιες θα ‘ρθουν; Θέλουμε τουλάχιστον τρεις! Ακολουθεί μια σιωπή λίγων μόλις λεπτών και μετά μια διαβούλευση λιγότερων ακόμη λεπτών, για να βγει η απόφαση. Η Βάια, η Θωμαή κι η Κατίνα!
Το κρύο είναι τσουχτερό, ενώ έχει αρχίσει κιόλας να χιονίζει κατά διαστήματα. Το σκοτάδι είναι βαθύ και τα μάτια θέλουν λίγο χρόνο να συνηθίσουν… όλα τ’ άλλα μέλη ωστόσο, είναι έτοιμα. Η Βάια δεν μιλά. Κανείς δεν μιλά. Παίρνουν τις θέσεις τους, δεν ρωτούν και ξεκινούν: ένα απόσπασμα πέντε- έξι ανταρτών και τα κορίτσια που κρατούν τα άλογα, φορτωμένα.
………………………………………………………………………..
Κι όσο προχωρούν (μετά από ώρες μέσα στο χιόνι όπου σε ένα σημείο συνάντησαν κι άλλους κοντοχωριανούς Παυλιανίτες- Μαυρολιθαρίτες κ.α.) κατηφορίζοντας, το σκοτάδι κρύβει τον κάμπο της Λαμίας, αν και κάπου- κάπου, φαίνονται λίγα κι αδύναμα φώτα.
Μόλις φτάσαμε καταλάβαμε ότι οι περισσότεροι αντάρτες ήταν πολύ πιο πριν από μας εκεί, κι ήταν πολλοί. Εμείς νομίζαμε ότι αυτοί που βρήκαμε πιο πάνω ήταν πολλοί, τόσοι που δεν είχαμε ποτέ ξαναδεί, αυτό εδώ όμως το θέαμα ούτε μπορούσαμε να το φανταστούμε, μόνο από τις διηγήσεις του πατέρα απ΄ τη Μικρά Ασία με τους χιλιάδες στρατιώτες που έτρεχαν υποχωρώντας μπορώ να φέρω στο μυαλό μου και να κάνω μια σύγκριση μ΄ αυτό που ζώ.
……………………………………………………………………..
– Κορίτσια θα ακολουθήσουμε τώρα τη φάλαγγα, θα είμαστε οπισθοφυλακή να προσέχετε πολύ τα ζωντανά, να κάνετε απόλυτη ησυχία κι όταν σας κάνω σήμα θα κάθεστε κάτω.
Τα κορίτσια κούνησαν συγκαταβατικά τα κεφάλια τους κι η Βάια σκέφτεται κουμπωμένη, “μην πεταχτούν τίποτα γερμανοί στο διάβα μας ή μην πέσουμε σε ΄καμιά παγίδα!!!”.
Τα κορίτσια μπορεί να το υποψιάζονται, αλλά δεν αντιλαμβάνονται το πραγματικό μέγεθος του κινδύνου. Είναι γενικά γνωστό ότι η ζωή στον πόλεμο δεν έχει καμιά αξία, πόσο μάλλον η ζωή τριών κοριτσιών.
Οι αντάρτες έχουν όπλα να αμυνθούν, τα κορίτσια όμως; Η Βάια παρ΄ όλα αυτά ελπίζει, νιώθει, ξέρει ότι αν κάτι πάει στραβά, θα τις προστατέψουν.
“Μ΄ αυτές τις σκέψεις ξεκινήσαμε σιγά να κατηφορίζουμε απότομα την πλαγιά, το χιόνι όσο κατεβαίναμε αραίωνε και σιγά – σιγά γίνονταν χιονόνερο που πέρναγε μέσα από τα ρούχα και μας έβρεχε το δέρμα, μέχρι να κατέβουμε είχανε γίνει μούσκεμα. Τα χέρια μου είχαν κοκαλιάσει από το κρύο αλλά δεν άνοιγαν κι από το σφίξιμο στα χαλινάρια του Ντορή. Μετά από ώρες κατάλαβα ότι τα έσφιγγα τόσο πολύ που με πόνεσαν κι όταν προσπάθησα να τ΄ ανοίξω μου ήταν αδύνατο.
… Φαίνεται πλησιάζουμε ψιθυρίζει η Θωμαή στις άλλες δυο. Η Βάια τώρα, καταλαβαίνει πως η καρδιά της χτυπάει πιο γρήγορα και πιο δυνατά. Το μέτωπο και τα μηνίγγια της σα να μεγαλώνουν. Η καρδιά της χτυπά πιο δυνατά από ποτέ -το ίδιο λέει και μετά από πολλά χρόνια!- Τα δάχτυλα απ’ τα χέρια της μουδιάζουν όχι μόνο από το κρύο, αλλά βιάζονται να αναλάβουν δράση, βιάζονται να εκτελέσουν τις εντολές που θα τους δώσουν και οι αντάρτες.”
“Λίγο πιο πάνω απ΄ το Πλακωτό ξαφνικά, οι αντάρτες σταματούν κι ο άντρας που προπορεύεται μας έκανε σήμα να κάτσουμε κάτω.. Κάτω και σε μικρή απόσταση, φαίνονται μερικά φώτα (φανάρια) και η γέφυρα του Γοργοποτάμου. Η Βάια ξέρει ακριβώς που βρίσκεται και προς τα πού κοιτάζει. Αυτό που δεν ήξερε μέχρι τώρα, είναι πως καμιά φορά, οι άνθρωποι και τα ζωντανά ανασαίνουν τόσο δυνατά που τις ανάσες τους τις ακούει κι ο Θεός! Μακάρι όμως, να μην τις ακούει κανένας άλλος! Οι σκέψεις που ακολουθούν είναι δικές της, καθώς αγνοούνται ακόμη οι σκέψεις του Θεού…
Φτάσαμε στο Πλακωτό! Φαίνεται η γέφυρα από κάτ’… μοιάζ’ κοντά… είν’ όμως αρκετά πιο κάτ’ από ‘μάς. Από ‘δω βλέπουμε καλά. Ακριβώς πάνω από τη γέφυρα, σ’ ένα μικρό λόφο, 500 μέτρα μακριά! Κι η Βάνα ακούει, κοιτάει, περιμένει… τη στιγμή ετούτη τη μία, που μοιάζει να μην περνά ποτέ. Η 17χρονη Κουμαριτσιώτισσα αναρωτιέται Πόση ώρα πέρασε; αλλά πάλι αδυνατεί να προσδιορίσει το χρόνο.
Εκεί μες τις λάσπες “λαουτιάσαμε” για πολλή ώρα, ίσως για ώρες δεν καταλαβαίναμε για πόσο καθόμασταν κουρνιασμένοι ανακούρκουδα κρατώντας τα ζωντανά.
…………………………………………………………………….
Ένας γεροδεμένος άντρας με μακριά γενειάδα πήγαινε μέχρι κάτω και ξαναγυρνούσε μετά από λίγο και ανέφερε σε κάποιον που καθόταν στην είσοδο της παράγκας με πέντε- έξι ακόμη. Κάτι του ΄λεγε κι αυτός και ξανάφευγε. Αυτό το πέρα –δώθε συνεχίστηκε τέσσερις –πέντε φορές το τελευταίο δίωρο. Από την κίνηση καταλάβαμε ότι ο αντάρτης ενημέρωνε τον Άρη, ο οποίος ψύχραιμα απαντούσε και του έδινε οδηγίες, από κει καταλάβαμε ότι ήταν αυτός και μας το επιβεβαίωσε κι ο αντάρτης που ήταν κοντά μας. Μια φορά σηκώθηκε όρθιος και τίναξε το χέρι του με νεύρο δείχνοντας προς το ποτάμι κι ο άλλος έφυγε τρέχοντας χωρίς δεύτερη κουβέντα. Δίπλα του καθόταν ένας άλλος γενειοφόρος σοβαρός και ανήσυχος κι ο συνοδός -αντάρτης μας ψιθύρισε “αυτός είναι ο Ζέρβας”.
Γύρω ησυχία μόνο το “βουρβουρ” από τα ορμητικά νερά του ποταμού ακούγονταν, καταλαβαίναμε όμως ότι οι αντάρτες έχουν κατέβει στο ρέμα και από ώρα σε ώρα θα ακούγονταν πυροβολισμοί. Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη σκέψη μου και με την αγωνία να μου έχει μουδιάσει το σώμα, μπορεί να ήταν κι από το κρύο, ακούστηκε σε λίγα λεπτά, δευτερόλεπτα ή σαν αστραπή, αφού ο χρόνος στέκει παγωμένος, μια ομοβροντία από πυροβολισμούς . Σήκωσα λίγο το κεφάλι κι έβλεπα για ώρα λάμψεις επαναλαμβανόμενες να σκίζουν το σκοτάδι. Όλοι οι ΄΄αθώοι΄΄ αιφνιδιάζονται: ζώα και κορίτσια. Οι αντάρτες αντιδρούν οργανωμένα και ελέγχουν μην τυχόν και χρειαστεί να επέμβουν. Ένας βοηθάει τη Θωμαή να κρατήσει το άλογό της που αντιστέκεται πολύ. Επικρατεί ησυχία. Στην άλλη πλευρά, ακούγονται για πολλή ώρα κροταλισμοί Πόση ώρα Παναγία μ’! Κάτ’ δεν πάει καλά… Γίνεται μάχ’! σκέφτεται κι επιτέλους, ακούει τη σκέψη της Μάχ’! Οι πυροβολισμοί εξακολουθούν να τραυματίζουν… τα σώματα των εχθρών; Τα σώματα των φίλων;
Τα ζώα κρατιούνται με δυσκολία από τον τρόμο. “Ήσυχα Ντορή μ’,ήσυχα!” Χαϊδεύει το άλογο στο κεφάλι του με το ένα της χέρι και με το άλλο κρατάει γερά τα χαλινάρια. Και να, που δεν έμεινε άλλο χέρι για να κρατήσει ό,τι άλλο είναι έτοιμο να φύγει μακριά, πόδια, θάρρος, ψυχή! Άρα όλα στέκουν στη θέση τους;
Ώσπου επιτέλους, ακούγεται η πρώτη μεγάλη έκρηξη. Πόσο δυνατή! Μας ξεκούφανε! Αυτό πιθανά θα συλλογίζονταν η Βάια, εάν δεν είχε χαθεί στις σκέψεις της. Η επόμενη έκρηξη ακολουθεί.
“Η μάχη ήταν άγρια και η αγωνία όλων μας έπιασι ταβάν΄ νιώθαμι ότι το αίμα ανέβηκε στο κεφάλ΄ και τα μηνίγγια μας τρεμόπαιζαν. Ο ουρανός φώτισε σαν μέρα σα ναχει βγει ο ήλιος κι αντάμα μία τρομερή βροντή, μεγαλύτερη κι από σεισμό τάραξε το έδαφος που νομίζαμε ότι θα υποχωρήσει κάτω από τα πόδια μας. Πριν προλάβουμε να συνέλθουμε από το τράνταγμα κι από το κρότο απ΄ τα κομμάτια της γέφυρας που σωριάζονταν στο ποτάμι, ένας δεύτερος πιο μεγάλος κρότος από τον πρώτο, μας έκανε να πέσουμε ανακούρκουδα μαζί με τ΄ς αντάρτες, απ΄ το φόβο μην έρθουν τα σιδερένια κομμάτια πάνω μας.”
“Πάει η γέφυρα” ακούγονται και οι τρεις φίλες και προσπαθούν να συγκρατήσουν τα ζώα που έχουν αφηνιάσει. “Θεούλη μ’! Πως να το κρατήσω ακόμα το ζωντανό! Αυτή την ομοβροντία που κούνησε συθέμελα όλο το βουνό κι αντιλαλούσε ως πέρα στη Λαμία, ακολούθησε για λίγο βαθειά σιωπή, κάπου – κάπου έπεφτε κανένας πυροβολισμός αλλά πάλι ησυχία. Αυτό κράτησε ίσως ελάχιστα λεπτά αλλά φάνηκε αιώνας. Μια λάμψη φωτίζει όλη την περιοχή. Η γέφυρα του Γοργοποτάμου ανατινάζεται!!!! Σωριάζεται με κρότο, με δύναμη, με επιτυχία. Μακάρι Θέ μου να σωριάζονταν έτσι κι οι κατακτητές κι οι ντόπιοι υποστηρικτές τους, να αναπνεύσουμε παντού, όπως τώρα, ελευθερία”
Αυτό ήταν λοιπόν! Η ανατίναξη της γέφυρας!
Μετά τη λάμψη και τον κρότο της έκρηξης, ξαναπέφτει το σκοτάδι, αλλά τώρα είναι πιο φωτεινό. Ξανάρχεται η σιωπή, αλλά τώρα δίχως ανάσες βαριές. Το μόνο που ακούγεται πια, είναι η βοή από τα υλικά της γέφυρας (σίδερα και πέτρες που κατρακυλούν στην κοίτη του ποταμού). Το ποτάμ’! Που ήταν τόση ώρα το ποτάμ’; η Βάια είχε ξεχάσει το Γοργοπόταμο και τώρα που στ’ αυτιά της έρχεται ο γνώριμος ήχος του νερού, τοποθετείται πάλι στο χώρο και το χρόνο.
Ακούγονται ακόμη λίγοι πυροβολισμοί που μέσα σε λίγα λεπτά σταματούν και δείχνουν πως όλα έχουν τελειώσει.
“άξαφνα ένα φως έσκισε λες τον ουρανό πάνω απ΄ τα κεφάλια μας στα δυό και σε λίγο άλλες δυό ριπές με διαφορετικό χρώμα. Η νύχτα για δευτερόλεπτα έγινε μέρα κι όλοι όσοι ήξεραν το σύνθημα άρχισαν να ουρλιάζουν και να χοροπηδούν απ΄ τη χαρά τους. Τότε καταλάβαμε ότι ο στόχος πέτυχε, η γέφυρα γκρεμίστηκε και αγκαλιαστήκαμε κι εμείς λίγο από χαρά, λίγο από ανακούφιση που όλα πήγαν καλά και θα γυρίσουμε σπίτι μας.”
Πράγματι σε λίγο οι φωνές των ανταρτών έγιναν έντονες κι επιτακτικές “πίσω -πίσω γρήγορα να προλάβουμε πριν ξημερώσει να ΄μαστε πάνω στα χωριά”.
…………………………………………………………………………
Η έκρηξη ακούστηκε παντού σ’ αυτό το αμφιθέατρο της Οίτης. Και το Κουμαρίτσι είναι ξύπνιο! Και η Λαμία!
Η Βάια αντικρίζει το χωριό ψηλά, μετά τον Άη Γιώργη. Η αναπνοή της γίνεται κανονική. Έρχεται η ηρεμία και η ικανοποίηση που «η οπισθοφυλακή των τακτικών δυνάμεων των ανταρτών δεν χρειάστηκε». Δεν κινδυνεύσαμε, γυρνάμε στα σπίτια μας! σκέφτεται η Βάια κι η Θωμαή κι η Κατίνα και κοιτούν τον ουρανό που σε λίγο θα ξημερώσει.
……………………………………………………………………..
Οι οικογένειες των κοριτσιών υποδέχονται τα παιδιά τους με ανακούφιση και τα αγκαλιάζουν. . οι αντάρτες αυστηροί, αλλά χαμογελαστοί φώναζαν “όλα καλά κορίτσια ευχαριστούμε πολύ! Άιντε στα σπίτια σας τώρα” και συνέχισαν το δρόμο τους προς το δάσος μέχρι που χάθηκαν οι σκιές τους.
Η ιστορία έγραψε όχι μόνο στα βιβλία, αλλά στις μνήμες όλων όσων συμμετείχαν κι όχι μόνο σ΄ αυτούς , αλλά και στη συλλογική μνήμη.
25 Νοέμβρη 1942
Ο Άρης Βελουχιώτης μαζί με 150 άντρες, ο Ναπολέων Ζέρβας με 60 κι άγγλοι σαμποτέρ εξουδετέρωσαν τα ιταλικά φυλάκια κι ανατίναξαν τη γέφυρα του Γοργοποτάμου!
Αυτό γράφτηκε και δεν μπορεί να ξεγραφτεί. Μικρό δείγμα για το τι μπορούν να πετύχουν οι Έλληνες μονιασμένοι!!
[1] Ταινίες πάνινες ή δερμάτινες με σφαίρες που τις πέρναγαν χιαστί στους ώμους ή στη μέση