Πολιτική ή Οικονομική κυριαρχία
Η παρούσα παγκόσμια επιδημιολογική κρίση με τις τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις, θα πρέπει να μας κάνει να ξανασκεφτούμε κάποια ιδεολογικά ζητήματα.
Μεταπολεμικά στην Ευρώπη ζήσαμε την κυριαρχία και την παρέμβαση του Κράτους σε όλους τους τομείς, το οποίο στο πλαίσιο μιας κλειστής στην ουσία οικονομίας, με μόνη πολλές φορές την αύξηση των δημοσίων δαπανών, δημιουργούσε την επιθυμητή οικονομική ανάπτυξη και διασφάλιζε: την εργασία για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, το κράτος πρόνοιας και την κοινωνική ευημερία .
Αυτός ο εκτεταμένος δημόσιος τομέας και ο κρατικός παρεμβατισμός δημιούργησε στην πορεία, ιδιαίτερα στη Χώρα μας, προβλήματα δυσλειτουργίας, συσσώρευσης χρεών και τεράστιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων, κυρίως λόγω της κακής διαχείρισης και της διαφθοράς.
Ευκαιρίας δοθείσης, όσοι διακήρυτταν και ευαγγελίζονταν το λιγότερο κράτος, βρήκαν την ευκαιρία, θεωρητικοποιώντας και ιδεολογικοποιώντας την κακοδιαχείριση και την κακή νοοτροπία που είχε καλλιεργηθεί στους λειτουργούς του δημοσίου τομέα (και στις χαμηλού επιπέδου προσφερόμενες υπηρεσίες) και έριξαν στο τραπέζι τους όρους: ΄΄απορρύθμιση΄΄, ΄΄νέο δημόσιο μάνατζμεντ΄΄, ΄΄μισθός με βάση την απόδοση΄΄ και άλλα πρότυπα που ίσχυαν από καιρό στον ιδιωτικό τομέα.
Στην παγκόσμια εικόνα ήταν πασίδηλο ότι η Οικονομία και οι μεγιστάνες του πλούτου κυριάρχησαν της πολιτικής και των πολιτικών και κατά συνέπεια επικυριάρχησαν επί των Κρατών και των λαών.
Οι ανωτέρω λόγοι οδήγησαν και στην αποθέωση της οικονομικής οπτικής για τη διαχείριση και των δημόσιων και κοινωνικών αγαθών όπως η Υγεία, η Παιδεία, η Εργασία, η Ασφάλιση, η Πρόνοια κ.α..
Το μεγάλο ερώτημα που θα τεθεί μετά την κρίση είναι, αν η Πολιτεία θα διασφαλίζει πλήρως αγαθά όπως τα προαναφερόμενα και θα παίζει τον, εκ του Συντάγματος προβλεπόμενο εξουσιαστικό και ρυθμιστικό της ρόλο ή αν μακαρίως θα συνεχίσει να λειτουργεί με τη λογική του πρόσφατου παρελθόντος.
Αυτό που είναι αυταπόδεικτο πλέον, είναι το γεγονός ότι την περίοδο της κρίσης φάνηκε περίτρανα η ανάγκη για ύπαρξη πανίσχυρου κράτους, που θα διασφαλίζει τα παραπάνω αγαθά και όπου η ιδιωτική πρωτοβουλία δεν μπορεί παρά να παίζει μικρό και συμπληρωματικό ρόλο κι όχι ισότιμο ή κυρίαρχο, όπως ήθελαν κάποιοι.
Η παραδοχή του Πρωθυπουργού, ο οποίος ηγείται της πολιτικής παράταξης που υποστηρίζει ιδεολογικά το «λιγότερο κράτος», ότι «σε αυτή τη συγκυρία προτάσσεται ο άνθρωπος και η υγεία ως δημόσιο συμφέρον και όχι τα οικονομικά μεγέθη» σε αντίθεση με ηγέτες άλλων χωρών με την ίδια ιδεολογικοπολιτική κατεύθυνση, δίνουν την εντύπωση ότι πολλοί θα ξανασκεφτούν, μόλις περάσει η κρίση, τη μονομανία τους εναντίον της ισχύος του κράτους, ένθεν κακείθεν.
Θεωρώ δεδομένο βεβαίως ότι, πρέπει με ταχείς ρυθμούς να προχωρήσουν μεταρρυθμίσεις στη Δημόσια διοίκηση όπως, η αξιολόγηση, η εφαρμογή του νόμου για την επιλογή στελεχών και προσωπικού, η αξιοκρατία, αλλά και στο πολιτικό σύστημα σε αρκετούς τομείς, που δεν είναι αντικείμενο του παρόντος άρθρου.
Στο ερώτημα συνεπώς αν το κράτος πρέπει να κατισχύει της οικονομίας και των οικονομικά ισχυρών η απάντηση πρέπει να είναι ναι, όχι όμως με τη λογική του χτες, αλλά με τη λογική του ισχυρού εκσυγχρονισμένου κράτους της καινοτομίας, της διαφάνειας και της αποτελεσματικότητας, που θα διασφαλίζει την ομαλή λειτουργία της αγοράς με αυστηρούς κανόνες, αλλά θα εξασφαλίζει παράλληλα το κοινωνικό κράτος, την πρόνοια, την παιδεία και την υγεία των πολιτών, ως οφείλει.
Ας ελπίσουμε ότι, με πνεύμα συνεννόησης, κοινής λογικής και μακριά από περιχαρακώσεις και αφορισμούς, θα αφήσουμε πίσω το κακό παρελθόν μας και θα δημιουργήσουμε μεθοδικά και με όραμα, ένα μέλλον που μας αξίζει.