Εκανε έξωση με… νονούς της νύχτας και όπλα
«Έξωση» με τα όπλα και την βοήθεια γνωστού μπράβου, που έχει κατηγορηθεί για τον θάνατο του Μιχάλη Γιαννουσάκη πρώην συζύγου της Αλέκας Κανελλίδου, επιχείρησε να κάνει η ιδιοκτήτρια ακινήτου στη Νίκαια στους «κακοπληρωτές» ενοικιαστές της. Όταν ειδοποιήθηκαν οι αστυνομικοί εντόπισαν τον συνεργό του, ενώ ο ίδιος είχε κρυφτεί στο πατάρι του διαμερίσματος της ιδιοκτήτριας του ακινήτου.
Το παράξενο περιστατικό εξελίχθηκε το μεσημέρι της Τρίτης στην οδό Πέτρου Ράλλη στη Νίκαια. Ένας άνδρας από το Πακιστάν και η σύντροφός του από χώρα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, ενοικιαστές του ισόγειου διαμερίσματος της οικίας, κατήγγειλαν ότι η ιδιοκτήτρια έφερε στο σπίτι δύο εύσωμους άνδρες με το πρόσχημα να δουν το διαμέρισμα προκειμένου να το νοικιάσουν, γιατί εκείνοι δεν πλήρωναν τα ενοίκια. Ο 34χρονος σωματώδης νονός της νύχτας, ο οποίος έπαιρνε ουσίες που χρησιμοποιούνται για το ντοπάρισμα αγωνιστικών αλόγων στον ιππόδρομο (!), σύμφωνα με την καταγγελία του ζευγαριού, έβγαλε όπλο με το οποίο τους απείλησε. Όταν έφθασαν εκεί οι πρώτοι αστυνομικοί, το ζευγάρι τους υποστήριζε ότι η ιδιοκτήτρια έκρυβε τον οπλοφόρο στο διαμέρισμά της, ενώ η ίδια το αρνείτο. Έξω από το σπίτι μέσα σε αυτοκίνητο εντοπίστηκε και συνελήφθη ο συνεργός του. Η περιοχή είχε αποκλειστεί με τους αστυνομικούς να περιμένουν την εισαγγελική εντολή προκειμένου να ερευνήσουν το διαμέρισμα.
Μετά από κάποια ώρα η ιδιοκτήτρια έδωσε την έγκρισή της προκειμένου να ελεγχθεί η οικία της. Πράγματι στο πατάρι του σπιτιού εντοπίστηκε ο σωματώδης άνδρας και λίγο αργότερα και το κρυμμένο όπλο. Οι δύο άνδρες αλλά και η ιδιοκτήτρια οδηγήθηκαν στο τμήμα Ασφαλείας Νίκαιας.
Ο «δίμετρος» Σ.Μ. στις 6 Μαρτίου 2009 κατηγορήθηκε για θανατηφόρα σωματική βλάβη που προκάλεσε τον θάνατο του 63χρονου τότε Μιχάλη Γιαννουσάκη, ιδιοκτήτη γνωστού κλαμπ στον Πύργο Αθηνών στους Αμπελόκηπους, ο οποίος είχε δεχθεί τα χτυπήματα του νεαρού, και πέθανε λίγες ώρες μετά στο νοσοκομείο από έμφραγμα του μυοκαρδίου. Ο 34χρονος, σύμφωνα με τους αστυνομικούς, με παρόμοιο τρόπο είχε ξυλοφορτώσει δέκα τουλάχιστον άτομα, σε τρία από τα οποία άφησε μόνιμα προβλήματα παραλυσίας κάποιου άκρου.
«Με τον Μάικ (Γιαννουσάκη), παρά τη διαφορά της ηλικίας μας, ήμασταν πολύ καλοί φίλοι. Δεν νομίζω πάντως ότι με δύο μπουνιές θα μπορούσα να σκοτώσω άνθρωπο. Να πω ότι είχε κάποιο αιμάτωμα στο κεφάλι, να πω ναι, είμαι υπαίτιος. Αλλά από την καρδιά; Πώς μπορεί να φταίω;» έλεγε σε συνέντευξή του ο 34χρονος.
Τον Σεπτέμβριο του 2011 άγνωστοι είχαν επιχειρήσει να τον σκοτώσουν όταν κινούταν με αυτοκίνητο στη Λ. Αλεξάνδρας στο Πεδίο του Άρεως. Τον πυροβόλησαν χωρίς να τον τραυματίσουν ενώ εκείνος είχε διαφύγει πεζός εγκαταλείποντας το αυτοκίνητο. Την 1η Νοεμβρίου 2011, ο 34χρονος πυροβόλησε κατά 44χρονου επιχειρηματία.
Το χρονικό του θανατηφόρου ξυλοδαρμού
6 Μαρτίου 2009. Ο Μιχάλης Γιαννουσάκης μεταφέρεται εσπευσμένα στο νοσοκομείο «Γεώργιος Γεννηματάς», ο οποίος δείχνει να έχει ξυλοκοπηθεί άγρια. Ο 63χρονος τότε επιχειρηματίας βρισκόταν στο κλαμπ ιδιοκτησίας του με τη επωνυμία «Mike’s Irish Bar» στους Αμπελοκήπους όταν μπήκε, λίγο πριν από τις 22:00 το βράδυ, και κάθισε μαζί του ένας 26χρονος τότε, γνωστός στους κύκλους της νύχτας ως μέλος ομάδας μπράβων.
Τίποτα στη συμπεριφορά τους όση ώρα έπιναν το ποτό τους, ούτε και το κλίμα της μεταξύ τους συζήτησης, δεν προμήνυε το κακό που επρόκειτο να ακολουθήσει. Κάποια στιγμή αποσύρθηκαν στο γραφείο και περίπου δέκα λεπτά αργότερα ακούστηκαν αρχικά έντονοι διαπληκτισμοί και στη συνέχεια κρότοι από μετακίνηση επίπλων και γρονθοκοπήματα.
Δευτερόλεπτα αργότερα βγήκε από την πόρτα του γραφείου ο 26χρονος και οι υπάλληλοι του κλαμπ, όπως και οι θαμώνες, πρόσεξαν ότι τα χέρια του ήταν ματωμένα και κρατούσε ένα πιστόλι. Χωρίς να αφήσει σε κανέναν περιθώριο αντίδρασης, βγήκε από το μαγαζί και εξαφανίστηκε.
Οι υπάλληλοι βρήκαν τον επιχειρηματία πεσμένο στο δάπεδο και αιμόφυρτο. Διατηρούσε τις αισθήσεις του και τους είπε ότι τον είχε χτυπήσει ο Σ., χωρίς όμως να προσθέσει οτιδήποτε άλλο για την αιτία του καβγά. Ο Γιαννουσάκης μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών, όπου δυστυχώς εξέπνευσε λίγη ώρα μετά, καθώς προδόθηκε από την καρδιά του. Οι γιατροί διέγνωσαν ως αίτιο θανάτου την ανακοπή Οι αστυνομικοί του τμήματος Ασφαλείας Αμπελοκήπων που είχαν αναλάβει τη διερεύνηση της υπόθεσης αναζήτησαν τον 26χρονο για να τον συλλάβουν, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Η σύλληψη ήρθε αρκετές ημέρες αργότερα. Ο νεαρός, είχε πάει στο μπαρ για να διεκδικήσει τα δεδουλευμένα μιας φίλης του που δούλευε εκεί ως σερβιτόρα, η οποία είχε τσακωθεί με τον επιχειρηματία και είχε αποχωρήσει από το κλαμπ -οι πληροφορίες έλεγαν ότι η κοπέλα αρνήθηκε να εργαστεί φορώντας αποκριάτικη στολή όπως της είχε ζητηθεί. Κάποια στιγμή, ενώ είχαν μπει στο γραφείο, ο Γιαννουσάκης αντέδρασε, έβγαλε πιστόλι και απείλησε τον νεαρό, ο οποίος κατάφερε να τον αφοπλίσει και να του «εξαπολύσει» δύο γροθιές στο πρόσωπο.
«Τον έψαχνα από νωρίς, όταν έμαθα ότι έδιωξε από το μαγαζί του μια κοπέλα που είναι φίλη μου. Ένα φιλότιμο κορίτσι που δούλευε ως μπαργούμαν. Ήθελα να μάθω γιατί την απέλυσε και να τον πείσω να την προσλάβει ξανά. Ο Μάικ μού είπε ότι δεν ήταν καλή στη δουλειά της» έλεγε ο 34χρονος και ισχυρίστηκε ότι ο επιχειρηματίας όταν πήγαν στο γραφείο του έγινε επιθετικός και του είπε: «“Ας πρόσεχε”, μου είπε ξαφνικά, “δεν την ξαναπαίρνω πίσω ό,τι και να μου πεις”. Θέλησα να τον ηρεμήσω και πήγα να τον πιάσω από τον ώμο. Τότε ξαφνικά, σαν να ανατινάχτηκε, μου λέει: “Εμένα πας να χτυπήσεις, ρε;” και είδα ότι πήγε να πιάσει με το αριστερό χέρι το πιστόλι. Ήξερα ότι ο Μάικ ήταν αριστερόχειρας και ότι η θήκη ήταν σ’ αυτή την πλευρά.
Μόλις έβγαλε το όπλο του άρπαξα το χέρι και το κόλλησα στον τοίχο». Τότε ήταν που, σύμφωνα με τα όσα έλεγε ο 34χρονος του έριξε δύο γροθιές και άρχισε να αιμορραγεί από τη μύτη και στα δόντια. «Του πήρα το πιστόλι, τον πέταξα στο δάπεδο και του είπα: “Πάω να φύγω για να μη σε τσακίσω”. Πετάχτηκε πάνω και μου ζήτησε το όπλο. “Δεν στο δίνω τώρα. Θα περιμένεις να στο φέρουν πίσω κάποιοι άλλοι” του είπα και το έκανα, γιατί δεν ήξερα πάνω στα νεύρα του τι μπορούσε να κάνει, κι έφυγα. Με είδαν όλοι. Με ξέρουν εκεί όλοι. Έμαθα μετά ότι μόλις έφυγα, άρχισε να λέει: “Θα του δείξω εγώ”. Πήγε ασθενοφόρο και είπε στους τραυματιοφορείς: “Καλά είμαι, παιδιά, μπορείτε να φύγετε”. Μετά πήγε στην αστυνομία για να κάνει μήνυση για τον ξυλοδαρμό και αρκετά αργότερα αισθάνθηκε αδιαθεσία, πήγε στο νοσοκομείο και πέθανε από την καρδιά του».