Οι παγίδες και οι ευκαιρίες του Συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ
Ολοκληρώνεται ο προσυνεδριακός διάλογος στις φυτοζωούσες (όπου υπάρχουν) Τοπικές Οργανώσεις του ΠΑΣΟΚ, ενόψει του 9ου συντακτικού Συνεδρίου του κόμματος. Κι ενώ, πολύς λόγος γίνεται, τόσο για τον χαρακτήρα αλλά κυρίως για την ουσία αυτού του συνεδρίου, με την προοπτική αλλαγής διακήρυξης, εμβλήματος και ονόματος… έπεσε στα χέρια μου ένα άρθρο της Ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ Μαριλένας Κοππά. Με γλώσσα απλή αλλά συνάμα αυστηρή και απροσχημάτιστη η κ.Κοππά παρουσιάζει στις λίγες αράδες που ακολουθούν, την πλέον γυμνή -για το παρόν και το μέλλον του ΠΑΣΟΚ- Αλήθεια…
Εάν το συνέδριο είναι μια ευκαιρία ελέγχου και απογραφής της οργανωτικής δυναμικής του κινήματος, τότε απλά θα ενισχύσει την τάση αποσυσπείρωσης και συρρίκνωσης. Δε χρειάζεται να δημιουργήσουμε μια άσπιλη αφήγηση μιας ηρωικής πορείας, αλλά να λερώσουμε τα χέρια μας για την παραγωγή προγραμματικού λόγου… συγκεκριμένου, στοχευμένου και ιδεολογικά προσανατολισμένου.
“Το Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να έχει την αίγλη άλλων εποχών. Οι τοπικές οργανώσεις φυτοζωούν, εάν υπάρχουν. Το συνδικαλιστικό ΠΑΣΟΚ έχει σε μεγάλο βαθμό διαχωρίσει τη θέση του. Η Ιπποκράτους δε σφύζει από ζωή, δεδομένου ότι οι εργαζόμενοι δεν έχουν πληρωθεί.
Όμως, μπορεί το ΠΑΣΟΚ να είναι σε μεταβατική περίοδο, αλλά προς τα πού μεταβαίνει δεν είναι ξεκάθαρο. Οι δημοσκοπήσεις δεν είναι εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά ακόμα και το εκλογικό αποτέλεσμα δείχνει το δρόμο προς ένα κόμμα που δεν είναι πλέον «εξουσίας», αν και μετέχει της εξουσίας. Και μένει το ΠΑΣΟΚ να αποφασίσει προς τα πού μεταβαίνει, ερώτημα που οι διαδικασίες του συνεδρίου δεν προϊδεάζουν ότι θα αντιμετωπιστεί με την αρμόζουσα σοβαρότητα.
Το συνέδριο μοιάζει να κινείται σε κατεύθυνση οργανωτική. Θα υπάρξουν σημαίνουσες απουσίες και θα υπάρξουν σημαίνουσες διακριτές παρουσίες, ορισμένες μάλιστα με συλλογικό χαρακτήρα. Θα τεθεί το ζήτημα της αλλαγής συμβόλων και θα συνομολογήσουμε ότι α) συνεισφέραμε στη σωτηρία της χώρας και β) είμαστε πιστοί στο πεπρωμένο της συσπείρωσης της μεγάλης δημοκρατικής παράταξης. Αλλά αυτή η συζήτηση ακόμη δεν φαίνεται να περιλαμβάνει μια βασική θεματική, δηλαδή το κοινό του ΠΑΣΟΚ. Η προγραμματική ρητορική, ακόμα και η συζήτηση περί προγραμματικών δεσμεύσεων, έχει νόημα μόνο όταν εδράζεται στο ερώτημα «ποιον εκπροσωπούμε».
Το ΠΑΣΟΚ δεν είναι πλέον το κόμμα της μεσαίας τάξης, στη διαμόρφωση της οποίας συνεισέφερε, αλλά επίσης επιτήρησε τη συρρίκνωσή της. Μπορεί να διαμορφώσαμε το Εθνικό Σύστημα Υγείας, αλλά σήμερα επιτηρούμε τη μείωση όχι μόνο μιας σκανδαλιστικής φαρμακευτικής δαπάνης, που είναι δόκιμη, αλλά την αποπομπή εκτός του κοινωνικού δικτύου υγειονομικής περίθαλψης εκατομμυρίων κατ’ ανάγκη ανασφάλιστων. Αλήθεια, τι θα γίνει με τους ανασφάλιστους; Ποιες είναι οι προτεραιότητές μας, δεδομένου ότι σήμερα δεν είμαστε σε θέση να παρέχουμε καθολική υγειονομική περίθαλψη. Μήπως ο εμβολιασμός θα είναι πλέον το έργο Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων;
Μπορεί να ήμασταν το κόμμα των συνεταιρισμών, αλλά ήμασταν επίσης το κόμμα που παρατηρούσε, χωρίς να κάνει τίποτα, την αποκοπή του πρωτογενούς τομέα από τη λιανική, αρχικά με την πώληση των συνεταιριστικών σούπερ μάρκετ και τελικά με την πώληση υγιών και κερδοφόρων συνεταιριστικών επιχειρήσεων, την ίδια στιγμή που κλείναμε το μάτι σε τιμολόγια που είχαν εκδοθεί από παραγωγούς για προϊόντα που δεν είχαν παράγει. Αλήθεια, τι θα γίνει με την αναδιάρθρωση του πρωτογενούς τομέα; Ποιες είναι οι προτεραιότητές μας;
Μπορεί να ήμασταν το κόμμα της μεικτής οικονομίας, αλλά σήμερα αφήνουμε τις συνεταιριστικές τράπεζες στην τύχη τους, παρατηρούμε τις εξαγορές τραπεζών με δημόσιο χρήμα, χωρίς να αναρωτηθούμε εάν, πράγματι, συμμετέχουμε έτσι στο σπάσιμο των ολιγοπωλίων της αγοράς – στο όνομα των οποίων ανοίγουμε επαγγέλματα – αλλά δεν ανοίγουμε χώρο για νέους παίκτες. Αλήθεια, μια τράπεζα που δεν είναι εξειδικευμένη, θα χρηματοδοτήσει μια νέα και καινοτόμα επιχείρηση ή ένα εδραιωμένο μονοπώλιο;
Σήμερα, η λογική ενός κόμματος που θέλει να είναι σοσιαλδημοκρατικό είναι να φύγει από τη λογική της διανομής και να μιλήσει για αναδιανομή. Ποιος θα μας ακούσει; Όλα εξαρτώνται από το τι λέμε και ποιος τα λέει.
Δεν μπορούμε να λέμε ότι ενώ στην προηγούμενη κυβέρνηση αρνηθήκαμε το τρύπημα του Υμηττού, σήμερα ως συγκυβέρνηση το αποδεχόμαστε, επειδή είναι «ώριμο έργο», με κόστος που θα έφτανε για το διπλασιασμό του δικτύου του ΜΕΤΡΟ. Αυτή η λογική παραμένει διανεμητική.
Δεν μπορούμε να αποδεχόμαστε τη διανομή αξιωμάτων στο δημόσιο τομέα. Πρέπει κάποια στιγμή ο Γ.Γ. ενός Υπουργείου να είναι ένας δημόσιος υπάλληλος στο απόγειο της καριέρας του. Η μεγαλύτερη πράξη αναδιανομής θα ήταν ο διαχωρισμός της πολιτικής από την ανάπτυξη πολιτικών, που είναι ή θα έπρεπε να είναι έργο της διοίκησης. Δεν μπορούμε να συντηρούμε το μοντέλο μιας πολιτικής ηγεσίας «μετά από εμένα το χάος». Και δεν μπορεί να θεωρούμε ότι το έργο της μεταρρύθμισης συνοψίζεται στις έννοιες subcontracting και απορρύθμιση. Και σίγουρα δεν μπορούμε να συντηρούμε την εικόνα ενός ΠΑΣΟΚ που βρίσκεται στην εξουσία προκειμένου να μετέχει της διανομής.
Δεν μπορούμε να παρακολουθούμε τη ρητορική περί τάξης και ασφάλειας και να αφήνουμε άλλα κόμματα να υπερασπίζονται το νόμο περί ιθαγένειας. Δεν μπορεί να προσπαθούμε ακόμα να ψαρεύουμε στα θολά νερά ενός απροσδιόριστου πατριωτισμού και μιας εγγύησης τάξης και ασφάλειας, χωρίς αξιακό έρμα και ειρμό πολιτικής αφήγησης.
Πρέπει να έχουμε, ακόμα και εντός των συμβατικών μας υποχρεώσεων, μια προγραμματική ατζέντα ευδιάκριτη. Δεν μπορεί η στήριξη της κυβέρνησης να στηρίζεται σε μια άνευ όρων «υπευθυνότητα» με σκοπό αποκλειστικά και μόνο «την εξάντληση της τετραετίας».
Εάν το συνέδριο είναι μια ευκαιρία ελέγχου και απογραφής της οργανωτικής δυναμικής (ή αδυναμίας), τότε απλά θα ενισχύσει την τάση αποσυσπείρωσης και συρρίκνωσης. Εκτός εάν δράσουμε ως κόμμα, αναστοχαστούμε τις κοινωνικές μας αναφορές και τις υπηρετήσουμε με υπευθυνότητα και ακεραιότητα. Δε χρειάζεται να δημιουργήσουμε μια άσπιλη αφήγηση μιας ηρωικής πορείας, αλλά να λερώσουμε τα χέρια μας για την παραγωγή προγραμματικού λόγου συγκεκριμένου, στοχευμένου και ιδεολογικά προσανατολισμένου.”